Νέα έρευνα που παρουσιάστηκε στο Συνέδριο ESCMID για τον Κορωνοϊό το οποίο διεξάγεται online δείχνει ότι το μικρότερο χρονικό διάστημα από την έναρξη των συμπτωμάτων έως την νοσηλεία του ασθενούς σχετίζεται με πιο βαριά μορφή νόσου και θνητότητα σε ασθενείς με Covid-19.

Η έρευνα διεξήχθη από την την Δρ Annie Wong-Beringer και τους συναδέλφους από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια (USC) και παρουσιάστηκε από την συν-συγγραφέα Amanda Chron.

Οι ασθενείς τα δεδομένα των οποίων αξιολογήθηκαν παρουσιάστηκαν στον Νοσοκομείο Huntington Memorial για νοσηλεία με ποικίλης διάρκειας διαστήματα έναρξης των συμπτωμάτων. Στο πλαίσιο της έρευνας αξιολογήθηκαν τα χαρακτηριστικά των ασθενών και η σχέση ανάμεσα στο χρονικό διάστημα έναρξης των συμπτωμάτων πριν την νοσηλεία και το ακόλουθο αποτέλεσμα.

Για τους ασθενείς που νοσηλεύτηκαν από το σπίτι λόγω Covid-19 μεταξύ 14 Μαρτίου  έως 14 Μαίου 2020 με θετικό αποτέλεσμα PCR για τον SARS-CoV-2 η αξιολόγηση πραγματοποιήθηκε με ανασκόπηση των ηλεκτρικών ιατρικών αρχείων για να συγκεντρωθούν οι αρμόζουσες δημοργραφικές, εργαστηριακές και κλινικές πληροφορίες.

Οι ασθενείς κατηγοριοποιήθηκαν με βάση το χρόνο από την έναρξη των συμπτωμάτων έως τη νοσηλεία τους και έγιναν συγκρίσεις  για τα κλινικά χαρακτηριστικά, τη χορηγούμενη θεραπεία και τα αποτελέσματα.

Η μελέτη περιελάμβανε 252 ασθενείς. Το 33% παρουσιάστηκε εντός 3 ημερών, ενώ το 27% μετά από μία εβδομάδα από την έναρξη των συμπτωμάτων. Οι ασθενείς που παρουσιάζονταν σύντομα (εντός 3 ημερών) μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων έτειναν να είναι μεγαλύτεροι (65 έναντι 58 ετών) και είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν υπέρταση (59% έναντι 41%) και χρόνια νεφρική νόσο (14% έναντι 3%) συγκριτικά με όσους εισήχθησαν μετά μια εβδομάδα.

Ωστόσο, όσοι παρουσιάζονταν εντός τριών ημερών είχαν επίσης συνολικά λιγότερα συμπτώματα όπως πυρετό (55% έναντι 66%), δύσπνοια (48% έναντι 66%), μη παραγωγικό βήχα (40% έναντι 66%) και πόνο στους μυς και τις αρθρώσεις (12% έναντι 26%), αλλά είχαν υψηλότερα επίπεδα ανεπάρκειας οργάνων και χειρότερη συνολική εκτίμηση με βάση την κλίμακα αξιολόγησης APACHE II, η οποία παραμετροποιεί τη φυσιολογία, την ηλικία και τις χρόνιες καταστάσεις. Αυτή η ομάδα ασθενών που ήρθαν τάχιστα στο νοσοκομείο ήταν τελικά πιο πιθανό να αναπτύξει σύνδρομο οξείας αναπνευστικής ανεπάρκειας (13% έναντι 6%) και να έχει υψηλότερη θνησιμότητα (15% έναντι 3%) από εκείνη που εμφανίστηκε στο νοσοκομείο περισσότερο από μία εβδομάδα μετά την έναρξη των συμπτωμάτων.

Περαιτέρω ανάλυση των ομάδων ασθενών αποκάλυψε ότι λίγο περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς (55%) έλαβαν αντιιική θεραπεία και ήταν πιο πιθανό να δοθεί σε εκείνους που παρουσίαζαν πυρετό με δύσπνοια και/ή σηπτικό σοκ. Παρά τη λήψη αντιιικής αγωγής, το ποσοστό θνησιμότητας παρέμεινε υψηλό στο 23% σε όσους παρουσιάστηκαν εντός 3 ημερών σε σύγκριση με το  5% όσων παρουσιάστηκαν μετά από μία εβδομάδα. Συγκριτικά, μεταξύ εκείνων που δεν έλαβαν αντιιική θεραπεία, η θνησιμότητα ήταν 7% στην ομάδα ταχύτερης εμφάνισης ενώ κανένας δεν πέθανε στην ομάδα που εισήχθη στο νοσοκομείο μετά από 7 ημέρες.

Οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα: «Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι οι ασθενείς με COVID-19 που είχαν σημαντικές συννοσηρότητες αρρώστησαν βαριά με σύντομη εμφάνιση στο νοσοκομείο (εντός 3 ημερών) μετά την έναρξη των συμπτωμάτων και είχαν σημαντικό κίνδυνο για επιπλοκές και θάνατο παρά τη λήψη αντιιικής θεραπείας. Η επιθετική αντιμετώπιση και ο εμβολιασμός θα πρέπει να γίνουν κατά προτεραιότητα σε αυτόν τον πληθυσμό ασθενών».