Η τήρηση και οι προοπτικές βελτίωσης των μέτρων προστασίας της υγείας των εργαζόμενων, οι οποίοι επιστρέφουν στις δουλειές τους στο πλαίσιο της σταδιακής επανεκκίνησης της οικονομικής δραστηριότητας, εξετάστηκαν κατά τη διάρκεια τηλεδιάσκεψης που είχε σήμερα ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με κοινωνικούς εταίρους και στελέχη του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.
«Από την πρώτη στιγμή έχουμε πει ως κυβέρνηση, ότι η αποκατάσταση της κανονικότητας στην οικονομική ζωή της χώρας, με τη σταδιακή χαλάρωση των αυστηρών μέτρων του lockdown, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να γίνει εις βάρος της δημόσιας υγείας και πρωτίστως της υγείας των εργαζομένων, οι οποίοι επιστρέφουν στους χώρους εργασίας υπό νέες συνθήκες όμως πια. Είναι υποχρεωμένοι και αυτοί -όπως όλη η ελληνική κοινωνία- να προσαρμοστούν σε άλλες διαδικασίες, έτσι ώστε να εξασφαλίσουμε ότι η μεγάλη πρόοδος η οποία έχει γίνει στην αντιμετώπιση του κορωνοϊού θα συνεχίζεται», τόνισε στην αρχή της τηλεδιάσκεψης ο Πρωθυπουργός.
Στο επίκεντρο της κυβερνητικής πολιτικής η διατήρηση των θέσεων εργασίας
Σύμφωνα με την κυβέρνηση, ένας από τους κύριους άξονες της κυβερνητικής πολιτικής από τα πρώτα στάδια της πανδημίας ήταν η διατήρηση θέσεων εργασίας. Καθώς η οικονομία ξαναβρίσκει τον βηματισμό της, η προστασία της απασχόλησης συμπληρώνεται από την προστασία των ανθρώπων που κινούν τα νήματα της παραγωγής, λαμβάνοντας όλα τα μέτρα υγιεινής και ασφάλειας.
Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση έχει δώσει ως γενική κατεύθυνση τη χρήση τηλεργασίας για έως 70% των υπαλλήλων σε επιχειρήσεις που μπορούν να λειτουργήσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Διατηρεί επίσης σε ισχύ την άδεια ειδικού σκοπού για τη διευκόλυνση εργαζόμενων γονέων και έχει επιτρέψει μερική αναστολή εργασίας, για έως το 60% του προσωπικού, ώστε να δοθεί περιθώριο χρόνου στις επιχειρήσεις που χρειάζεται να ορθοποδήσουν μετά από εβδομάδες απραξίας.
Θα αναβαθμιστεί ο ρόλος του γιατρού εργασίας
Ο Πρωθυπουργός δεσμεύτηκε ότι η κυβέρνηση θα αναβαθμίσει περαιτέρω τον ρόλο του γιατρού εργασίας, απελευθερώνοντας το πλαίσιο λειτουργίας ώστε περισσότερες επιχειρήσεις να έχουν πρόσβαση σε αυτές τις υπηρεσίες σε χαμηλότερο κόστος, και ότι οι έλεγχοι του ΣΕΠΕ θα ενταθούν περισσότερο το επόμενο διάστημα, ώστε να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή των νέων κανόνων που έχει θέσει το Υπουργείο Εργασίας δια των οδηγιών προς τις επιχειρήσεις.
Κατά τη διάρκεια της σύσκεψης σημειώθηκε η σημασία ενός καταλόγου γενικών κανόνων όπως και η ανάγκη τακτικής ενημέρωσης των επιχειρήσεων, ενώ συζητήθηκε η διαμόρφωση εξειδικευμένων πρωτοκόλλων για ορισμένους τομείς.
Στόχος της κυβέρνησης είναι, με «αφετηρία» την υγειονομική κρίση που έχει προκαλέσει ο κορωνοϊός, να δρομολογηθεί η ευρύτερη αναβάθμιση των συνθηκών ασφαλείας στους χώρους εργασίας, μέσω της άντλησης βέλτιστων πρακτικών από τον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας και της εφαρμογής επικαιροποιημένων οδηγιών του ΕΟΔΥ και ευρωπαϊκών υπηρεσιών.
Στην εισαγωγική τοποθέτησή του ο Πρωθυπουργός ανέφερε:
«Πολύ χαίρομαι που συναντιόμαστε, έστω και με αυτόν τον τρόπο, για να κάνουμε μία συζήτηση για ένα θέμα το οποίο μας απασχολεί όλους πάρα πολύ αυτἠν την εποχή και δεν είναι άλλο από την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων την εποχή του κορωνοϊού.
Από την πρώτη στιγμή έχουμε πει, ως κυβέρνηση, ότι η αποκατάσταση της κανονικότητας στην οικονομική ζωή της χώρας, με τη σταδιακή χαλάρωση των αυστηρών μέτρων του lockdown, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να γίνει εις βάρος της δημόσιας υγείας και πρωτίστως της υγείας των εργαζομένων, οι οποίοι επιστρέφουν στους χώρους εργασίας υπό νέες συνθήκες όμως πια. Είναι υποχρεωμένοι και αυτοί -όπως όλη η ελληνική κοινωνία- να προσαρμοστούν σε άλλες διαδικασίες, έτσι ώστε να εξασφαλίσουμε ότι η μεγάλη πρόοδος η οποία έχει γίνει στην αντιμετώπιση του κορωνοϊού θα εξακολουθεί να συνεχίζεται.
Έχουμε δώσει ως κυβέρνηση, πάντα σε συνεννόηση με τους ειδικούς γιατρούς μας, κάποιες γενικές κατευθύνσεις οι οποίες εξειδικεύονται σε μεγάλη λεπτομέρεια ανά χώρο εργασίας. Έχουμε πει ότι θέλουμε να κρατήσουμε -όπου γίνεται- το κεκτημένο της τηλεργασίας, διότι αποδείξαμε αυτούς τους μήνες ότι υπάρχουν και άλλοι τρόποι με τους οποίους μπορούμε να εργαζόμαστε και να είμαστε παραγωγικοί. Αλλά για εκεί που είναι προφανώς απαραίτητη -και αυτή είναι, μην κοροϊδευόμαστε, η μεγάλη πλειοψηφία- η φυσική παρουσία των εργαζομένων, πρέπει να πάμε σε νέα πρωτόκολλα, σε νέες συνθήκες, εξειδικευμένες ανά χώρο εργασίας.
Ξέρω ότι και η χρήση της μάσκας μερικές φορές μπορεί να είναι άβολη και δυσάρεστη, είναι όμως αναγκαία για μία σειρά από κατηγορίες εργαζομένων, τις οποίες μας υποδεικνύουν πάντα ειδικοί. Και θέλω να τονίσω ότι σε αυτήν την προσπάθεια ακούμε τους ειδικούς, συμβουλευόμαστε τον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας και βέβαια φροντίζουμε πάντα μέσω του Υπουργείου Εργασίας και του ΣΕΠΕ να ελέγχουμε σε ποιο βαθμό -και εδώ απαιτούμε απόλυτη συμμόρφωση, δεν θέλουμε να κάνουμε εκπτώσεις, ούτε και θα είμαστε επιεικείς- οι εργοδότες συμμορφώνονται με τις υποδείξεις, τις πολύ συγκεκριμένες, τις οποίες έχει κάνει η Πολιτεία.
Σταματώ εδώ γιατί ο σκοπός είναι να ακούσω εσάς και τις απόψεις σας για το πώς βλέπετε αυτή τη νέα πραγματικότητα να διαμορφώνεται και να ξεκινήσω δίνοντας το λόγο στον Πρόεδρο της ΓΣΕΕ να μας πει πώς βλέπει από τη δική του μεριά αυτή τη σταδιακή επιστροφή στη νέα κανονικότητα, διότι στην παλιά κανονικότητα είναι περίπου βέβαιο ότι δεν θα ξαναγυρίσουμε ποτέ».
Ο Πρωθυπουργός τόνισε ότι η κυβέρνηση ανέλαβε πολύ γρήγορα πρωτοβουλίες για την προστασία εργαζόμενων και επιχειρήσεων, προσθέτοντας ότι ορισμένοι κανόνες που έχουν τεθεί από την κυβέρνηση για την αποφυγή συνωστισμού στα καταστήματα και τη χρήση μάσκας όπου είναι απαραίτητο βρίσκονται στον «πυρήνα» της νέας κανονικότητας.
Στην τηλεδιάσκεψη έλαβαν μέρος ο Πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος, ο Πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γιώργος Καββαθάς, ο Πρόεδρος της ΕΣΕΕ Γιώργος Καρανίκας, η Πρόεδρος Ινστιτούτου για την Υγεία και την Ασφάλεια στην Εργασία Ρένα Μπαρδάνη, ο Υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, ο Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ αρμόδιος για το Συντονισμό του Κυβερνητικού Έργου Άκης Σκέρτσος και η Γενική Γραμματέας Εργασίας Άννα Στρατινάκη.