Από την αρχή της επιδημίας, ερευνητές σε όλο τον κόσμο παρακολουθούν την εξάπλωση του ιού μέσω των αστικών λυμάτων, ενώ αρκετές επιστημονικές μελέτες έχουν δείξει τη σαφή παρουσία του COVID-19 στα κόπρανα των ασθενών. Για το λόγο αυτό, τα λύματα θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια πολύτιμη «πηγή δεδομένων, που δείχνει εάν ο ιός κυκλοφορεί στον ανθρώπινο πληθυσμό και σε ποιο βαθμό.
Αυτό υποστηρίζουν ένα ζευγάρι επιστημόνων, Willemijn Lodder και Ana Maria de Roda Husman από το Ολλανδικό Κέντρο Ελέγχου Λοιμωδών Νόσων, αλλά και αρκετοί άλλοι όπως ο Γάλλος ιολόγος καθηγητής Vincent Marechal, από το πανεπιστήμιο της Σορβόννης στο Παρίσι που μαζί με την ομάδα του διαπίστωσαν ότι «η αύξηση των επιπέδων γενετικού υλικού από τον ιό στο νερό της αποχέτευσης ακολούθησε ακριβώς την αύξηση του αριθμού των θανάτων από κορωνοϊό. «Δεδομένου του μεγάλου αριθμού περιπτώσεων κορωνοϊού που έχουν λίγα ή καθόλου συμπτώματα, τα τεστ στα λύματα θα μπορούσαν να σηματοδοτήσουν την παρουσία του ιού, ακόμη και πριν επιβεβαιωθούν κλινικά τα πρώτα κρούσματα σε περιοχές που δεν έχουν επηρεαστεί από την επιδημία ή όπου έχει υποχωρήσει. Αυτό θα επέτρεπε την εφαρμογή μέτρων προστασίας και θα μας έδινε χρόνο, βασικός παράγοντας αντιμετώπισης αυτής της επιδημίας», επισημαίνει ο ίδιος.
Στο ίδιο πλαίσιο ο Δρ Warish Ahmed, του αυστραλιανού δημόσιου ερευνητικού οργανισμού CSIRO, θεωρεί ότι το τεστ στα αστικά λύματα, «θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο έγκαιρης προειδοποίησης για την εξέλιξη της πανδημίας και μάλιστα με μικρό κόστος». Έχοντας εντοπίσει τον ιό στα λύματα του Κουίνσλαντ, ισχυρίζεται ότι θα μπορούσε αυτό να είναι ένας βασικός δείκτης που να αποδεικνύει το αν λειτουργούν η καραντίνα και τα άλλα μέτρα περιορισμού.