Κανείς δεν ξέρει αν ο Ανίλ Σούμπα, ένας οδηγός της Uber από το Νεπάλ νοσταλγούσε την πατρίδα του, αν σκεφτόταν ότι θα την ξαναδεί όταν νόσησε από κορωνοϊό. Στο νοσοκομείο ήταν συνδεδεμένος με αναπνευστήρα, αφού δυσκολευόταν να αναπνεύσει, όμως όταν άρχισε να αισθάνεται λίγο καλύτερα, οι γιατροί σκέφτηκαν ότι ήταν ένας αρκετά δυνατός οργανισμός και έτσι τον αποσύνδεσαν.
Λίγες ώρες αργότερα πέθανε στο Έλμχαρστ αφήνοντας πίσω του την σύζυγο και τα δύο τους παιδιά, να θρηνούν την απώλεια του, νοσώντας και οι τρεις με τον ιό που ξεκληρίζει το κεντρικό Κουίνς. Εκεί που η Άννι Κορίαλ και ο Άντριου Τζέϊκομπς των New York Times, συνεπικουρούμενοι από τον φωτογράφο Ράϊαν Κρίστοφερ Τζόουνς, κατέγραψαν ένα συγκλονιστικό οδοιπορικό.
Το προάστιο που μένουν χιλιάδες μετανάστες σαρώθηκε από τον κορωνοϊό και μέσα από τα διαμερίσματα με στοιβαγμένους ανθρώπους, πάνω από εφτά χιλιάδες άτομα προσβλήθηκαν από τον κορωνοϊό.
Συνηθισμένοι άνθρωποι, μετανάστες στην πλειοψηφία τους που δουλεύουν σκληρά, βιώνουν ανείπωτες καταστάσεις και την διάλυση της ζωής τους μέσα σε λίγες ώρες.
Ιστορίες ανθρώπων στις γειτονιές των μεταναστών
Ο Έντισον Φερέρο ένας 44χρονος Κολομβιανός που εργάζεται σε εστιατόριο καιγόταν από τον πυρετό όταν ο συγκάτοικος απαίτησε να εγκαταλείψει το ενοικιαζόμενο δωμάτιο του στην συνοικία Κορόνα. Βρέθηκε έτσι ξαφνικά μέσα στο δρόμο, μόνος του, αναζητώντας λίγη θαλπωρή στο Κουίνς, ενώ λίγο πιο μακριά από εκεί η Ράϊζα Μπεγκούμ τρέμει από την αγωνία. Μένει στο Τζάκσον Χάϊτς, είναι χήρα και νταντά από το Μπαγκλαντές, και φοβάται ότι πολύ σύντομα θα προσβληθεί από τον ιό που θερίζει την Νέα Υόρκη και τις ΗΠΑ.
Ήδη οι δύο από τους τρεις συγκατοίκους της έχουν ήδη τα συμπτώματα της ασθένειας, όλοι είναι άνεργοι, στριμωγμένοι σε ένα μικρό πνιγηρό διαμέρισμα και τρώνε μόνο ένα γεύμα την ημέρα.
«Είμαστε πεινασμένοι, αλλά περισσότερο είμαι τρομοκρατημένη στην ιδέα ότι θα αρρωστήσω» δήλωσε στους Times η άνεργη νταντά από το Μπαγκλαντές που είναι 53 ετών, έχει διαβήτη και υψηλή αρτηριακή πίεση.
Σε μια πόλη που χτυπήθηκε αλύπητα από τον κορωνοϊό, λίγα μέρη υπέφεραν όσο και το κέντρο του Κουίνς, όπου σε μια ακτίνα εφτά τετραγωνικών μιλίων που στεγάζονται σχεδόν αποκλειστικά μετανάστες καταγράφτηκαν περισσότερες από εφτά χιλιάδες περιπτώσεις τις πρώτες εβδομάδες της επιδημίας στην Νέα Υόρκη. Τον Μάρτιο στην μητρόπολη του κόσμου ο ιός μόλυνε ισχυρούς του χρήματος και φτωχούς, διάσημους και ανώνυμους. Όμως καθώς ο αριθμός των νεκρών αυξάνεται συνεχώς o Covid-19 δεν άργησε καθόλου να χτυπήσει τους πλέον ανήμπορους οικονομικά στις μεταναστευτικές γειτονιές της εργατικής τάξης πολύ πιο γρήγορα από άλλες. Γειτονικά προάστια που συνορεύουν όπως η Κορόνα, το Έλμχαρστ, το ανατολικό Έλμχαρστ και το Τζάκσον Χάϊτς αποτελούν πλέον και έχουν αναδειχθεί στο επίκεντρο της «έκρηξης» του ιού στην Νέα Υόρκη.
Το δράμα των Λατίνων
Σε αυτές τις περιοχές που κατοικούν περίπου 600.000 άνθρωποι καταγράφηκαν μέχρι την περασμένη Τετάρτη, περισσότερες από 7.260 περιπτώσεις κορωνοϊού, σύμφωνα με στοιχεία που συνέλεξε το Υπουργείο Υγείας και Ψυχικής Υγιεινής της Νέας Υόρκης. Το Μανχάταν, με σχεδόν τρεις φορές περισσότερους κατοίκους είχε περίπου 10.860 περιπτώσεις, δείγμα και αυτό μιας αριθμητικής ανισότητας, αυτής που καθορίζεται από το ύψος των τραπεζικών λογαριασμών, οι οποίοι στο συγκεκριμένο προάστιο τελειώνουν σε πάρα πολλά μηδενικά.
Παρότι δεν υπάρχει μια βάση δεδομένων που να πιστοποιεί με ακρίβεια την εθνικότητα των ασθενών στα προάστια του Κουίνς, θα πρέπει να θεωρείται σχεδόν σίγουρο ότι στην πλειοψηφία τους είναι Λατίνοι και Ισπανόφωνοι. Νοσηλευτές και δημοτικοί άρχοντες υποστηρίζουν ότι οι προαναφερθείσες κατηγορίες είναι αναμφισβήτητα αυτές που κατέχουν τα θλιβερά πρωτεία στους μέχρι τώρα θανάτους, με ποσοστό 34%, το μεγαλύτερο από κάθε άλλη φυλή και τα στοιχεία που δημοσίευσαν κρατικοί αξιωματούχοι το επιβεβαίωσαν. Δεν είναι όμως μόνο οι Ισπανόφωνοι και οι Λατίνοι αφού σε αυτές τις γειτονιές υπάρχουν μεγάλες κοινότητες Ινδών, Κινέζων, Φιλιππινέζων, Νεπαλέζων και μεταναστών από το Μπαγκλαντές που έχουν χτυπηθεί από την επιδημία.
Το νοσοκομείο του Έλμχαρστ στο κέντρο του Κουίνς ήταν ένα από τα πρώτα που υποδέχτηκαν ασθενείς χτυπημένους από τον ιό τις πρώτες ημέρες. Πλέον δεκάδες νοσούντες με τον κορωνοϊό έχουν μπλοκάρει τους διαδρόμους καθώς περιμένουν να βρουν κρεβάτι. Είναι άνθρωποι τρομαγμένοι, τρομοκρατημένοι, μόνοι τους χωρίς έναν φίλο ή συγγενή να τους σκεφτεί και πολλοί δεν μπορούν καν να επικοινωνήσουν στην Αγγλική γλώσσα. Ο Δημοτικός Σύμβουλος Ντάνιελ Ντρομ, ο οποίος εκπροσωπεί το Έλμχαρστ και το Τζάκσον Χάϊτς συγκινείται μιλώντας γι’ αυτούς που «φεύγουν». Ο ίδιος θρηνεί μέχρι τώρα πέντε φίλους του και πάνω από είκοσι τέσσερις γνωστούς που τον ψήφιζαν χρόνια. «Αυτό που συμβαίνει έχει κλονίσει όλη την γειτονιά» είπε.
Η σιωπή, οι σειρήνες και ο Άνχελ
Το ξέσπασμα της επιδημίας του ιού στην πόλη που ποτέ δεν κοιμόταν έχει επηρεάσει δραματικά τις γειτονιές του Κουίνς, που μέχρι τον Μάρτιο έσφυζαν από ζωή, έντονα χρώματα και πολυσυλλεκτικότητα φυλών. Η λεωφόρος Ρούζβελτ, ο πιο εμπορικός δρόμος με δεκάδες μαγαζιά, μικρά εστιατόρια και καταστήματα που πωλούν εφημερίδες σε δεκάδες γλώσσες, έχει ερημώσει εντελώς. Η σιωπή διακόπτεται συνήθως από τις σειρήνες των ασθενοφόρων και τους συρμούς του τραίνου.
Μια χούφτα πωλητές του δρόμου επέστρεψαν, αλλά πλέον πουλάνε μάσκες, γάντια και είναι μέσα στις ειδικές ιατρικές στολές που φορούν οι νοσηλευτές. Με τις εκκλησίες και τα τζαμιά κλειστά, οι οικογένειες των νεκρών μπορούν να θρηνήσουν τους δικούς τους ανθρώπους μόνο μέσα στο σπίτι τους, εκεί που ο πόνος «πνίγεται» θαρρείς μέσα στους τοίχους. Tι έφταιξε για την εξάπλωση του ιού στο Κουίνς; Οι γιατροί και οι ηγέτες της κοινότητας λένε ότι η φτώχεια, οι στοιβαγμένοι άνθρωποι μέσα σε διαμερίσματα-κουτιά και η αδράνεια της κυβέρνησης άφησαν τις ψυχές αυτές ιδιαίτερα εκτεθειμένες και ευάλωτες στον Covid-19.
Ο Άνχελ είναι μια από αυτές τις ψυχές, που έφυγε από το Εκουαδόρ απ’ όπου κατάγεται αναζητώντας μια καλύτερη ζωή στην Αμερική. Στην συνέντευξη που παραχώρησε στους New York Times, ζήτησε να μην αναφερθεί το επίθετό του, αφού δεν έχει άδεια παραμονής και είπε ότι μέχρι πριν λίγες ημέρες δούλευε ως εργάτης οικοδομών σε μια νεοαναγειρόμενη κατασκευή στο Μανχάταν. Ήταν καλά, μέχρι την ημέρα που αρρώστησε και άρχισε να παρουσιάζει τα συμπτώματα του ιού, όταν όμως πήγε στο νοσοκομείο και τον εξέτασαν, του είπαν ότι δεν απειλείται η ζωή του και τον έδιωξαν.
Ο Άνχελ γύρισε στην τρύπα που αποκαλεί σπίτι του, την οποία μοιράζεται μαζί με άλλους τρεις συγκάτοικους, όλοι τους εργάτες και πιθανότατα περιμένει στωικά να δει αν θα ζήσει ή θα πεθάνει. «Έτσι κι αλλιώς» όπως είπε σε κάποιους μετά «ό,τι είναι να γίνει θα γίνει. Δεν έχω κανέναν να με βοηθήσει».
Πηγή φωτογραφιών: New York Times
«Σφαγή» ανάμεσα στις πολιτείες της Αμερικής για έναν αναπνευστήρα – Τι αποκάλυψε ο Κουόμο