Αυξάνονται με ανησυχητικούς ρυθμούς τα κρούσματα καρκίνου του στόματος. Τα τελευταία δέκα χρόνια τα περιστατικά έχουν αυξηθεί κατά 25% και κάθε χρόνο καταγράφονται περισσότερα από 300.000 νέα κρούσματα σε όλο τον κόσμο, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν σε ημερίδα που διοργάνωσε ο Οδοντιατρικός Σύλλογος Πειραιώς με το Ειδικό Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Πειραιά «Μεταξά», με θέμα «Ογκολογικός ασθενής», το Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2019, στο Ίδρυμα Ευγενίδου.

Όπως τόνισε κατά τη διάρκεια της ομιλίας του ο επίκουρος Καθηγητής Στοματικής και Γναθοπροσωπικής Χειρουργικής του ΕΚΠΑ, Λάμπρος Γκουτζάνης, ο καρκίνος του στόματος αποτελεί σοβαρό πρόβλημα της δημόσιας υγείας, λόγω της συχνότητάς του και λόγω του χαμηλού ποσοστού επιβίωσης των ασθενών. «Παρ’ όλες τις εξελίξεις στην αντιμετώπιση της νόσου και τις βελτιωμένες μορφές θεραπείας το ποσοστό επιβίωσης δεν έχει βελτιωθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες» ανέφερε ο κ. Γκουτζάνης.

Το ποσοστό πενταετούς επιβίωσης για τους ασθενείς με καρκίνο στο στόμα ανέρχεται στο 81,9%, αλλά πέφτει δραματικά στο 46,4% για τους ασθενείς με επέκταση της νόσου στους επιχώριους λεμφαδένες και στο 21,1% γι’ αυτούς που βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο.

Ο καρκίνος του στόματος είναι μία δύσκολα αντιμετωπίσιμη νόσος, της οποίας η έκβαση όταν διαγιγνώσκεται σε προχωρημένο στάδιο είναι συνήθως μοιραία, σημείωσε ο κ. Γκουτζάνης, υπογραμμίζοντας πως μεγάλος αριθμός ασθενών απευθύνεται στους ιατρούς όταν η νόσος είναι πλέον σε προχωρημένο στάδιο. «Δυστυχώς, μόλις το 31% των καρκινωμάτων του στόματος διαγιγνώσκεται σε αρχικό στάδιο» επισήμανε ο κ. Γκουτζάνης.

Παράγοντες κινδύνου
Σύμφωνα με μελέτες, όσοι καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και οι καπνιστές έχουν περισσότερες πιθανότητες εμφάνισης καρκίνου του στόματος από εκείνους που δεν πίνουν και δεν καπνίζουν. Τουλάχιστον τα τρία τέταρτα των κρουσμάτων με στοματικό καρκίνο θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί αν οι ασθενείς σταματούσαν το κάπνισμα και το αλκοόλ, ενώ για την αύξηση των στοματικών καρκίνων ευθύνονται ακόμη η ηλικιακή ακτινοβολία αλλά και ο ιός HPV, γνωστός ως ο ιός των ανθρωπίνων θηλωμάτων που είναι σεξουαλικά μεταδιδόμενος.

Όπως αναφέρθηκε στην ημερίδα, το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα του στόματος αποτελεί το πιο συχνό κακόηθες νεόπλασμα της στοματικής κοιλότητας, σε ποσοστό περίπου 90% και συνηθέστερη θέση εντόπισης τη γλώσσα.

Συμπτώματα
Τα συμπτώματα του καρκίνου του στόματος είναι έλκος ή εξόγκωμα στο στόμα που δεν επουλώνεται (το 80% των ατόμων με καρκίνο του στόματος έχουν αυτό το σύμπτωμα), ενόχληση στο στόμα που δεν υποχωρεί, μία λευκή ή κόκκινη κηλίδα στο στόμα ή στο φάρυγγα, δυσκολία ή πόνος κατά τη μάσηση ή την κατάποση.

Στα συμπτώματα περιλαμβάνονται ακόμη ανώδυνο εξόγκωμα στον τράχηλο (σχετίζεται κυρίως με τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων), ασυνήθιστη αιμορραγία ή μούδιασμα στο στόμα, απώλεια δοντιών χωρίς εμφανή αιτία, δυσκολία στην κίνηση της γνάθου, απώλεια βάρους.

Οι ειδικοί κατά τη διάρκεια της ημερίδας έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου λέγοντας πως στοματικές βλάβες που επιμένουν και εγείρουν ισχυρό βαθμό υποψίας για κακοήθεια, πρέπει να παραπέμπονται για περαιτέρω εκτίμηση, εργαστηριακό έλεγχο και βιοψία. Όσο για βλάβες που φαίνονται αρχικά αθώες, θα πρέπει να παρακολουθούνται για 2-3 εβδομάδες και εάν συνεχίζουν να είναι παρούσες, να παραπέμπονται για περαιτέρω έλεγχο.

Θεραπεία
Στη θεραπεία του καρκίνου του στόματος οι παράγοντες που επηρεάζουν τη θεραπευτική του αντιμετώπιση είναι πολλοί (μέγεθος, θέση, στάδιο, μεταστάσεις), ενώ καθοριστικά κριτήρια για την επιλογή του θεραπευτικού σχήματος αποτελούν η ηλικία, η πρόγνωση και η ποιότητα ζωής των ασθενών μετά τη θεραπεία, ανέφερε ο Καθηγητής Στοματικής και Γναθοπροσωπικής Χειρουργικής στο ΑΠΘ Λάμπρος Ζουλούμης.

Σύμφωνα με τον ίδιο, η ποιότητα ζωής των ασθενών επηρεάζει την απόφαση για εκτεταμένη ή μη παρέμβαση και εξαρτάται από την ικανότητα επανάκτησης των βασικών λειτουργιών, όπως η ομιλία, η μάσηση, η κατάποση, καθώς και η αισθητική του προσώπου. Όπως διευκρίνισε ο κ. Ζουλούμης, υπάρχει η ριζική θεραπεία, η οποία είναι επιθετική και έχει ως στόχο την ύφεση της νόσου και την ίαση του ασθενούς (κρίνεται ανά πενταετία) και η παρηγορητική θεραπεία, η οποία δεν είναι επιθετική και ενέχει λιγότερους κινδύνους και παρενέργειες. Σε αυτή τη θεραπεία προέχει η ανακούφιση των ασθενών από τα συμπτώματα και η παράταση της ζωής τους.

«Στα ακανθοκυτταρικά με έστω και ένα λεμφαδένα θετικό στη βιοψία του παρασκευάσματος συνιστάται οπωσδήποτε μετεγχειρητική ακτινοθεραπεία. Επίσης, ακτινοθεραπεία γίνεται και σε νέα άτομα με καρκίνο γλώσσας έστω και σε αρνητικό τράχηλο λόγω της επιθετικότητας του καρκίνου» ανέφερε ο κ. Ζουλούμης.

Επιπλοκές θεραπείας στη στοματική κοιλότητα
Η χημειοθεραπεία μπορεί να επηρεάσει τα υγιή κύτταρα του στοματικού βλεννογόνου και να προκαλέσει ευαισθησία, άλγος, εξέλκωση, ξηροστομία, απώλεια ή διαταραχή στην αίσθηση της γεύσης, αιμορραγία από τα ούλα, διαταραχές σιάλου και λοιμώξεις, σημείωσε η Παθολόγος Ογκολόγος στο Νοσοκομείο «Μεταξά» Αναστασία Παφίλη. Αλλά και η ακτινοθεραπεία προκαλεί επιπλοκές στο στόμα των ασθενών, ανέφερε από την πλευρά της η Ακτινοθεραπευτής Ογκολόγος στο Νοσοκομείο «Μεταξά» Μαριάννα Παντελιάδου.

Το 80% των ασθενών κατά τη διάρκεια της ακτινοθεραπείας για καρκίνο κεφαλής και τραχήλου εμφανίζει ακτινοβλεννογονίτιδα. Η νόσος παρουσιάζεται κατά τη δεύτερη-τρίτη εβδομάδα μετά την έναρξη της ακτινοθεραπείας και διαρκεί 4-6 εβδομάδες μετά το πέρας της θεραπείας. Επίσης, η ξηροστομία ταλαιπωρεί πολλούς ασθενείς από την πρώτη εβδομάδα της θεραπείας μέχρι το πέρας της ακτινοθεραπείας τους, ενώ υπάρχουν και ασθενείς που ταλαιπωρούνται έως και τρία έτη μετά το τέλος της θεραπείας. Η οστεοακτινονέκρωση εμφανίζεται στους ασθενείς 3 εβδομάδες μετά την έναρξη της ακτινοθεραπείας έως και 12 μήνες μετά το πέρας της θεραπείας.

Σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι απαραίτητη η εξέταση της στοματικής κοιλότητας από οδοντίατρο 14 μέρες πριν από την έναρξη της χημειοθεραπείας ή ακτινοθεραπείας, ενώ μη αναγκαίες χειρουργικές επεμβάσεις πρέπει να αναβάλλονται μέχρι την ολοκλήρωση της ογκολογικής θεραπείας.

Οι οδοντίατροι πρέπει να καθοδηγούν τους ασθενείς για τη σωστή υγιεινή του στόματος και να τους παρακολουθούν κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Για τους πρώτους έξι μήνες μετά τη θεραπεία η οδοντιατρική παρακολούθηση πρέπει να γίνεται κάθε 4-8 εβδομάδες, ενώ εξαγωγή δοντιού πρέπει να πραγματοποιείται έπειτα από έξι μήνες μετά το τέλος της θεραπείας για να περιορίζεται η πιθανότητα εμφάνισης οστεοακτινονέκρωσης. Αν η εξαγωγή δοντιών δεν μπορεί να αποφευχθεί κατά τη διάρκεια της θεραπείας, θα πρέπει να γίνει συντηρητικά με αντιβιοτική κάλυψη και ενδεχομένως θεραπεία με υπερβαρικό οξυγόνο.

Η πλήρης συνεργασία οδοντιάτρου και ογκολόγου είναι ιδιαίτερα σημαντική για την υγεία των ογκολογικών ασθενών, καθώς υπάρχει, για παράδειγμα, και ο κίνδυνος αλληλεπιδράσεων φαρμάκων.
Την ίδια ώρα, όπως τονίστηκε στην ημερίδα, οι οδοντίατροι μπορούν να συνεισφέρουν τα μέγιστα στον έλεγχο των υποτροπών αλλά και στη μείωση της συχνότητας του καρκίνου του στόματος, βελτιώνοντας την πρώιμη διάγνωση. Οι οδοντίατροι μπορούν να αναγνωρίσουν τους ασθενείς που βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο, να τους ενημερώσουν για τους παράγοντες κινδύνου και να διενεργούν επιμελή κλινική εξέταση της στοματικής κοιλότητας των ασθενών τους.

«Οι οδοντίατροι επίσης πρέπει να είναι ενήμεροι για τυχόν επιπλοκές από τα σύγχρονα φάρμακα της ογκολογίας, όπως είναι οι βιολογικοί παράγοντες και η ανοσοθεραπεία που χορηγούνται για την αντιμετώπιση του καρκίνου εκτός της στοματικής κοιλότητας, όπως για καρκίνο του μαστού, προστάτη και άλλων οργάνων», υπογράμμισε η Χειρουργός Οδοντίατρος Χαρά Χατζηχαλεπλή. Σύμφωνα με την ίδια, «η διαρκής επικοινωνία των οδοντιάτρων με τον θεράποντα ογκολόγο και η τακτική παρακολούθηση των ασθενών αποτελούν τη βάση για τη συνολική και επιτυχή αντιμετώπιση των ογκολογικών ασθενών».

Ογκολογικά συμβούλια
Ιδιαίτερη κρίσιμη είναι και η συμμετοχή των οδοντιάτρων στα ογκολογικά συμβούλια των νοσοκομείων. Τα ογκολογικά συμβούλια καθορίζουν την αρχική θεραπευτική αντιμετώπιση όσο και τη μετεγχειρητική παρακολούθηση των ασθενών με καρκίνο και στα συμβούλια αυτά πρέπει να συμμετέχουν γναθοπροσωπικοί χειρουργοί, ΩΡΛ, νευροχειρουργοί, ακτινολόγοι, παθολογοανατόμοι, ογκολόγοι, λογοθεραπευτές, στοματολόγοι, ειδικοί οδοντίατροι προσθετολόγοι και ειδικοί οδοντίατροι για τη μεταθεραπευτική παρακολούθηση των ασθενών.

«Στα περισσότερα, όμως, νοσοκομεία της χώρας στα αντίστοιχα συμβούλια δεν υπάρχουν οδοντίατροι» ανέφερε ο Παθολόγος – Ογκολόγος στο Νοσοκομείο «Μεταξά» Νικόλαος Ζήρας και πρόσθεσε πως η συμβολή των οδοντιάτρων στα ογκολογικά περιστατικά είναι καθοριστική, καθώς ο ρόλος του οδοντιάτρου είναι σημαντικός πριν από την έναρξη μιας αντικαρκινικής θεραπείας, κατά τη διάρκεια μιας θεραπείας, αλλά και στην παρακολούθηση των ασθενών μετά το πέρας της θεραπείας.

Το Νοσοκομείο Μεταξά, όπως είπε ο κ. Ζήρας, δεν διαθέτει οδοντίατρο, αλλά ο νόμος προβλέπει τη συνεργασία οδοντιάτρου εκτός νοσοκομείου. «Έτσι, για τη σωστή αντιμετώπιση των ογκολογικών ασθενών το Νοσοκομείο «Μεταξά» θα συνεργαστεί με τον Οδοντιατρικό Σύλλογο Πειραιώς» τόνισε ο κ. Ζήρας.