Τους τελευταίους μήνες περίπου 500 εργαζόμενοι, γιατροί, νοσηλευτές και διοικητικοί υπάλληλοι, σε 18 νοσοκομεία του ΕΣΥ εργάζονται επάνω σε ένα πρόγραμμα-πρόκληση, τόσο για τους ίδιους όσο και για το σύστημα υγείας: στην καταγραφή των περιστατικών που αντιμετωπίζονται στα νοσηλευτικά ιδρύματα.
Με αυτά «τροφοδοτείται» ένα ειδικό λογισμικό (grouper), αγορασμένο από τη Γερμανία, το οποίο κατατάσσει αυτόματα τα νοσοκομειακά περιστατικά σε Ομοιογενείς Διαγνωστικές Κατηγορίες, γνωστά στον χώρο της υγείας ως Diagnosis Related Groups, DRGs. Αυτά στη συνέχεια θα γίνουν αντικείμενο άλλης πιο εξειδικευμένης επεξεργασίας με στόχο την ορθή καταγραφή των νοσοκομειακών υπηρεσιών αλλά και τη, βάσει αυτής, αποτελεσματική κατανομή των πόρων προς τις μονάδες του ΕΣΥ.
Θα μπορούσε να περιγραφεί, στην πλήρη εφαρμογή του, ως ένα αδιάκοπο «σκανάρισμα» στο ΕΣΥ. Από τη στιγμή που σε πραγματικό χρόνο θα αποτυπώνονται οι ιατρικές πράξεις, π.χ. οι καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις ή οι χοληκεστομές ή οι αρθροπλαστικές ή οι τοποθετήσεις βηματοδότη ή οι απεικονιστικές εξετάσεις που πραγματοποιούνται κ.ο.κ. ανά κλινική και ανά νοσοκομείο, θα δημιουργείται και η δυνατότητα της κοστολόγησής τους και τελικά της λειτουργίας κάθε νοσηλευτικού ιδρύματος σύμφωνα με τον αριθμό των περιστατικών που εξυπηρετεί και τη βαρύτητά τους.
Για πολλούς πιθανόν να εθεωρείτο αυτονόητο ότι ακολουθείται αυτή η διαδικασία σήμερα στα δημόσια νοσοκομεία, αλλά η πραγματικότητα απέχει πολύ. Και αυτό παρά το γεγονός ότι από το 2014, επί υπουργίας Βορίδη και στη συνέχεια επί υπουργίας Κουρουμπλή και μετά Ξανθού, μέχρι σήμερα, όλοι οι επικεφαλής του υπουργείου Υγείας συμφωνούν -και όπως αποτυπώνεται σε δημόσιες ομιλίες τους- πως το σύστημα των DRGs είναι ένα σημαντικό εργαλείο μέτρησης του κόστους, συγκριτικής αξιολόγησης και ελέγχου της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας των νοσοκομείων.
Το υπουργείο Υγείας διαθέτει το σύστημα καταγραφής ΒΙ Health, διάδοχο του ΕSYnet, ωστόσο στην πράξη οι παράγοντες του υπουργείου θεωρούν πως η αξιοπιστία τους πάσχει από τη στιγμή που «ανθρώπινο χέρι» τα εισάγει και δεν υπάρχουν όλα συγκεντρωμένα σε μία ηλεκτρονική βάση δεδομένων ούτε μπορεί να ελεγχθούν σε πραγματικό χρόνο. Είναι γνωστό π.χ. ότι η κατάρτιση προϋπολογισμών των δημοσίων νοσοκομείων γίνεται από το υπουργείο Υγείας με βάση ιστορικά και εμπειρικά στοιχεία -επίσης, την περασμένη τετραετία αρκετά νοσοκομεία του ΕΣΥ δεν συνέτασσαν ισολογισμούς, γεγονός βεβαίως που επέτρεψε να δημιουργηθούν – στα λόγια- άφθονα πλεονάσματα.
Η εφαρμογή των DRGs από το 1980, που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, απαντάται σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο και σε όλες τις ευρωπαϊκές καθώς και στις γείτονες βαλκανικές όπως και στην Τουρκία -κάθε χώρα τα εφαρμόζει ανάλογα με τις ανάγκες της. Στην Ελλάδα τα DRGs εισήχθησαν ως μνημονιακό προαπαιτούμενο το 2012 -τότε εφαρμόστηκαν βιαστικά τα περίφημα Κλειστά Ελληνικά Νοσήλια (ΚΕΝ), δηλαδή ένας ενιαίος «τιμοκατάλογος» των ιατρικών πράξεων, χωρίς όμως να είναι γνωστό ούτε τότε ούτε σήμερα πόσες ιατρικές πράξεις γίνονται στο ΕΣΥ.
Επτά χρόνια αργότερα το σύστημα DRGs βρίσκεται σε πιλοτική φάση από το Ελληνικό Ινστιτούτο DRGs σε 18 δημόσια και 7 ιδιωτικά νοσοκομεία. Το υπουργείο Υγείας παλεύει με μείζονα πρακτικά θέματα με στόχο την καθολική δρομολόγησή τους, όπως οι εκατομμύρια ιατρικοί φάκελοι ασθενών που βρίσκονται στα υπόγεια των νοσοκομείων αντί να είναι αποθηκευμένοι σε ψηφιακή μορφή και η «Βαβέλ» των πληροφοριακών συστημάτων στα δημόσια νοσοκομεία που δεν επιτρέπει την κοινή ψηφιακή συνομιλία τους. Επίσης, καλείται να αντιμετωπίσει και την επιφύλαξη ή και άρνηση των εργαζομένων απέναντι στο σύστημα DRG, που είτε βλέπουν μέσα από την εφαρμογή τους πρόσθετο όγκο δουλειάς όπως και αξιολόγηση του έργου τους, της κλινικής, του νοσοκομείου. Μάλιστα, μερίδα γιατρών επικαλούμενοι το γερμανικό μοντέλο κάνουν λόγο για «αιματηρά εξιτήρια, δηλαδή για πρόωρα εξιτήρια των ασθενών από το νοσοκομείο, στην κυριολεξία με τα αίματα, προκειμένου να συμπιεστεί το κόστος λειτουργίας τους και κατ’ επέκταση η κρατική χρηματοδότηση».
Η ηγεσία του υπουργείου Υγείας απορρίπτει τέτοιες αιτιάσεις και επιμένει -όπως και η προηγούμενη η οποία μάλιστα έθεσε τις βάσεις για την πιλοτική λειτουργία τον Ιούλιο του 2018- πως με αυτήν την καταγραφή και την ταξινόμηση «διασφαλίζεται η δίκαιη και διαφανής κατανομή των διαθέσιμων πόρων λαμβάνοντας υπόψη πραγματικά στοιχεία όπως αυτά θα παρέχονται από τη δραστηριότητα των νοσοκομείων σύμφωνα με τα περιστατικά που το καθένα νοσηλεύει». Η ταξινόμηση των περιστατικών σε κατηγορίες θα γίνεται με βάση συγκεκριμένα κριτήρια, όπως η κύρια διάγνωση, οι δευτερεύουσες διαγνώσεις, η συννοσηρότητα και οι επιπλοκές, τα δημογραφικά στοιχεία (φύλο και ηλικία), η διάρκεια νοσηλείας και η ιατρική πράξη. Το γερμανικό λογισμικό περιέχει 1.200 διαγνωστικές κατηγορίες, αλλά έγιναν προσαρμογές στις ιδιαιτερότητες του Ελληνικού Συστήματος Υγείας.
Πλέον, ο πρώτος κύκλος εκπαίδευσης των 500 πρώτων εργαζομένων και δοκιμαστικής εφαρμογής του συστήματος ολοκληρώθηκε. Τα στελέχη του Ελληνικού Ινστιτούτου DRG εντόπισαν τα σημεία που χρειάζονται περισσότερη ενίσχυση σε ζητήματα εκπαίδευσης του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού και τις προσαρμογές που πρέπει να γίνουν για την καλύτερη απόδοση του συστήματος. Παράλληλα με την εκπαίδευση και τη διαμόρφωση του συστήματος όσον αφορά το ιατρικό κομμάτι, θα προχωρά και η κοστολόγηση των παρεχόμενων υπηρεσιών από τα λογιστήρια των συνεργαζόμενων νοσοκομείων.
«Ο νοσοκομειακός τομέας απορροφά μεγάλο μερίδιο των χρηματικών πόρων του συστήματος υγείας. Σήμερα, που, οι ιατρικές πρακτικές και τα κόστη τους ολοένα και διαφοροποιούνται, είναι επιτακτική η ανάγκη εισαγωγής στο σύστημα ενός σύγχρονου συστήματος διαφανούς και ανταποδοτικής χρηματοδότησης του νοσοκομειακού τομέα, στο πλαίσιο ενός σύγχρονου συστήματος υγείας που δικαιούνται και απαιτούν η κοινωνία και οι φορολογούμενοι πολίτες», τονίζει ο υφυπουργός Υγείας, κ. Βασίλης Κοντοζαμάνης.
Σε ό,τι αφορά τους πολίτες, τους χρήστες των υπηρεσιών υγείας, η εφαρμογή τους δεν δρομολογεί αλλαγές. Όπως υποστηρίζει το υπουργείο Υγείας, ο πολίτης δεν επηρεάζεται άμεσα ούτε θα παρατηρήσει κάποια διαφορά στην επαφή του με τα νοσηλευτικά ιδρύματα σήμερα. Σε ό,τι αφορά τους εργαζόμενους στα νοσοκομεία οι αρμόδιοι του υπουργείου υποστηρίζουν πως επίσης δεν υπάρχουν αλλαγές, καθώς τα δεδομένα που απαιτούνται εκ μέρους του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού αποτελούν ούτως ή άλλως μέρος των καθηκόντων τους, τα οποία όμως θα λαμβάνονται με πιο οργανωμένο και συστηματικό τρόπο. Μάλιστα, το υπουργείο Υγείας αντιλαμβάνεται τον φόρτο εργασίας του προσωπικού και εξετάζει την παροχή κινήτρων ώστε να στηρίξουν την εφαρμογή των DRGs.