Δρομολογώντας διαδικασίες εξπρές και «στρατολογώντας» φορείς και του ιδιωτικού τομέα, χωρίς αγκυλώσεις και ιδεοληψίες, επουλώνει η ηγεσία του υπουργείου Υγείας τις πληγές στο σύστημα δημόσιας υγείας, με ζητούμενο την εξυπηρέτηση των πολιτών.

Οι περισσότερο ευάλωτες ομάδες ασθενών, ιδίως οι ογκολογικοί ασθενείς και οι πάσχοντες από σοβαρά νοσήματα, βρίσκονται στο επίκεντρο των κυβερνητικών σχεδιασμών, όπως θα αποτυπωθεί άλλωστε και στις επικείμενες προγραμματικές δηλώσεις για την Υγεία από την ηγεσία του υπουργείου.

Οι -δραματικές σε πολλές περιπτώσεις- ελλείψεις σε δημόσια νοσοκομεία όπως τις βίωσε ο ίδιος ο υπουργός, κ. Βασίλης Κικίλιας, μέσα από τις πρόσφατες επισκέψεις του στον «Ευαγγελισμό», το «Λαϊκό» και το Γενικό Νοσοκομείο Χαλκίδας αλλά και όπως αποκαλύφθηκαν από τις ιατρικές ενώσεις στα νοσοκομεία Λήμνου και Σάμου (ογκολογικοί ασθενείς χωρίς χημειοθεραπεία και ανήλικοι ασθενείς χωρίς παιδίατρο) επιτάχυναν τις ειλημμένες αποφάσεις για λήψη μέτρων που θα ανακουφίσουν τους πολίτες και θα βελτιώσουν τη δύσκολη πορεία τους μέσα στο σύστημα υγείας.

Το στοίχημα της άμεσης πρόσβασης των ογκολογικών ασθενών σε φάρμακα και ακτινοθεραπείες

Η πρόσβαση των καρκινοπαθών στην ακτινοθεραπεία αποτελεί ένα αίτημα που είχε υποβληθεί επανειλημμένως στην απερχόμενη ηγεσία του υπουργείου. Κι αυτό διότι η χώρα βρίσκεται πλέον στην καλύτερη στιγμή από άποψης ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού χάρη στις δωρεές γραμμικών επιταχυντών του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, ωστόσο αυτό δεν έχει αποτυπωθεί στην καθημερινότητα των ασθενών. Η διάρκεια της αναμονής συνεχίζει να μετριέται σε (δυο με τρεις) μήνες, παρά το γεγονός ότι σε κάποιες μορφές καρκίνου η αναμονή μπορεί να αποδειχθεί επιβαρυντική για τον ασθενή. Οι ακτινοθεραπευτές ογκολόγοι έχουν ενημερώσει πολλές φορές ότι θα αρκούσε η πρόσληψη μόλις 25 τεχνολόγων στα ακτινοθεραπευτικά τμήμα ώστε να καταγραφεί ουσιαστική διαφορά για τους ογκολογικούς ασθενείς.

Η ενίσχυση των ακτινοθεραπευτικών τμημάτων με τον αναγκαίο αριθμό τεχνολόγων δρομολογείται άμεσα, όπως θα ανακοινώσει μεταξύ άλλων ο κ. Κικίλιας, με στόχο τη λειτουργία και της απογευματινής βάρδιας στα δημόσια νοσοκομεία και συνεπώς της ταχύτερης εξυπηρέτησης των καρκινοπαθών. Μάλιστα, το υπουργείο Υγείας εφόσον εκτιμήσει ότι υπάρχουν ακάλυπτες ανάγκες για τους ογκολογικούς ασθενείς και δεν αρκεί η ενίσχυση των ακτινοθεραπευτικών τμημάτων στο ΕΣΥ, έχει ως plan B τη συνεργασία με ιδιώτες από τους οποίους θα «αγοράζει» υπηρεσίες για ακτινοθεραπείες, έναντι συμφωνημένης τιμής.

Προς την ίδια κατεύθυνση βρίσκονται και μέτρα που αφορούν την πρόσβαση στη χημειοθεραπεία. Αυτό που προωθείται άμεσα προκειμένου να μειωθούν οι ουρές της ντροπής στα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ, όπως τις χαρακτήρισε ο Πρωθυπουργός, είναι να αναλάβουν την παραλαβή των φαρμάκων από τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ για τους «χρεωμένους» ογκολογικούς ασθενείς τους οι ίδιες οι ιδιωτικές κλινικές. Εκτιμάται ότι θα μειωθεί η αναμονή στα φαρμακεία κατά 50%.

Παράλληλα, προωθείται η δωρεάν διανομή φαρμάκων κατ’ οίκον αλλά και η «επιστροφή» κάποιων φαρμάκων υψηλού κόστους στα ιδιωτικά φαρμακεία, αλλά με νέους όρους. Σύμφωνα με όσα έχουν συζητηθεί, οι φαρμακοποιοί θα αμείβονται για την εκτέλεση της συνταγής, χωρίς να έχουν εμπορικό κέρδος από τη διακίνηση του σκευάσματος. Η διανομή φαρμάκων κατ’ οίκον έχει μελετηθεί από τον ΕΟΠΥΥ και είχε σχεδιαστεί να γίνει σε απομακρυσμένες περιοχές. Βεβαίως, και τα δύο μέτρα προϋποθέτουν ένα πολύ καλά οργανωμένο σύστημα διακίνησης σκευασμάτων, για το οποίο .όμως υπάρχει βάση δεδομένων από τον ΕΟΠΥΥ και την ΗΔΙΚΑ.

Σύμπραξη δημόσιου ιδιωτικού τομέα στα νοσοκομεία

Η εισαγωγή μοντέλων του ιδιωτικού τομέα στον τρόπο διοίκησης και λειτουργίας των δημόσιων νοσοκομείων περιλαμβάνεται στις κυβερνητικές προτεραιότητες για την υγεία. Ζητούμενο είναι ο πολίτης να μπορεί να λάβει ποιοτικές υπηρεσίες υγείας εντός του συστήματος δημόσιας υγείας. Αν τις λάβει από έναν ιδιώτη πάροχο ή από το ΕΣΥ, ουδόλως πρέπει να τον απασχολεί, λένε χαρακτηριστικά στο υπουργείο Υγείας. Η μόνη προϋπόθεση, που θέτουν, είναι να εξασφαλίζεται το μέγιστο καλό αποτέλεσμα για τον ασθενή με το μικρότερο δυνατό κόστος για το ΕΣΥ.

Τη συνεργασία με ιδιώτες εντός του ΕΣΥ στηρίζει υπό προϋποθέσεις ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος (ΠΙΣ) ενώ στάση αναμονής κρατούν οι νοσοκομειακοί γιατροί προτάσσοντας την πάγια θέση τους για μόνιμες προσλήψεις.

Τα αντανακλαστικά του υπουργείου δοκιμάστηκαν, πάντως, την περασμένη εβδομάδα, καθώς ανέκυψε πρόβλημα στο νοσοκομείο Λήμνου όπου η μοναδική παθολόγος έκανε έκκληση να βρεθεί λύση γιατί εφημέρευε συνεχώς 30 ημέρες και αναλόγως η μοναδική παιδίατρος στο νοσοκομείο Σάμου. Και στις δύο περιπτώσεις ο υπουργός Υγείας με απόφασή του δρομολόγησε τη σύναψη συμβάσεων με ιδιώτες γιατρούς με «μπλοκάκι» προκειμένου να παρέχουν υπηρεσίες στα δημόσια νοσοκομεία ώστε να μη μείνουν ακάλυπτοι οι ασθενείς.

Νοσηλευτές και οικογενειακοί γιατροί

Κομβικό κομμάτι των προγραμματικών δηλώσεων αποτελούν και οι προσλήψεις 2.450 νοσηλευτών στο ΕΣΥ, οι οποίες ήταν προγραμματισμένες, αλλά δεν είχαν προχωρήσει από την προηγούμενη κυβέρνηση. Ουσιαστικά ξεκινάει ένας αγώνας δρόμου για την προκήρυξη των θέσεων και την τοποθέτηση των νοσηλευτών με χρονικό ορίζοντα το τέλος του έτους. Σημαντική «ανάσα» για το σύστημα δημόσιας υγείας θεωρείται ότι θα είναι οι 1.500 ειδικευόμενοι νοσηλευτές που θα μπαίνουν κάθε χρόνο στα δημόσια νοσοκομεία για ειδικότητα, ανακουφίζοντας τους ασθενείς και τους συναδέλφους τους.

Στο επίκεντρο του υπουργείου Υγείας βρίσκεται η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ). Η «μεταρρύθμιση» που επιχείρησε με προγράμματα του ΕΣΠΑ η προηγούμενη ηγεσία ήδη θεωρείται «γόρδιος δεσμός» καθώς οι περίφημες Τοπικές Μονάδες Υγείας (ΤΟΜΥ) έχουν μείνει στα χαρτιά: από τις 239 που έπρεπε να λειτουργούν ως το 2018, λειτουργούν οι μισές. Χωρίς οικογενειακούς γιατρούς έχει μείνει επίσης η ΠΦΥ: βρίσκονται μέσα στο σύστημα περίπου 1.100 αντί των 4.000 που απαιτούνταν. Προκειμένου να δώσει τη δυνατότητα πρόσβασης στους εκατομμύρια πολίτες που έχουν μείνει χωρίς οικογενειακό γιατρό (μόλις 2 εκατ. έχουν εγγραφεί σε οικογενειακό γιατρό) το υπουργείο Υγείας δρομολογεί αρχικά 2.000 συμβάσεις με ιδιώτες παθολόγους, γενικούς γιατρούς και παιδιάτρους μέσω του ΕΟΠΥΥ.