Την άμεση ανάκληση της απόφασης του ΕΟΠΥΥ με την οποία τέθηκε μηνιαίο πλαφόν – αρχής γενομένης από τον τρέχοντα μήνα- στις απεικονιστικές εξετάσεις (μαγνητικές και αξονικές τομογραφίες, μαστογραφίες) για τους ασφαλισμένους του Οργανισμού, που διενεργούνται σε ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα, ζητά η Ελληνική Ομοσπονδία Καρκίνου (ΕΛΛΟΚ).
«Είναι απαράδεκτο η διοίκηση του ΕΟΠΥΥ να χρησιμοποιεί και να εκθέτει με τόση ευκολία πολίτες και ασθενείς σε νέες διαδικασίες ταλαιπωρίας, απρόβλεπτους κινδύνους, αλλά και μια επιπλέον οικονομική επιβάρυνση» αναφέρει στην ανακοίνωσή της η ΕΛΛΟΚ και καλεί τη διοίκηση του ΕΟΠΥΥ «να προβεί σε όλες εκείνες τις απαραίτητες ενέργειες, οι οποίες θα εξασφαλίσουν την ορθή χρήση των υπηρεσιών υγείας σε συνδυασμό με την ικανοποίηση των αναγκών των πολιτών».
Μάλιστα, η Ομοσπονδία υπογραμμίζει πως ο νέος κύκλος ταλαιπωρίας για τους ογκολογικούς ασθενείς ανοίγει πριν καν κλείσει εκείνος που αφορά την απόκτηση των θεραπειών τους από τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ όπου οι πολύωρες αναμονές είναι ο κανόνας.
«Η Ελληνική Ομοσπονδία Καρκίνου, δεν έχει κανένα λόγο να αμφισβητήσει την ύπαρξη ανάγκης για τη δημιουργία ενός πλαισίου εξορθολογισμού στο τομέα των απεικονιστικών εξετάσεων, το οποίο θα καταπολεμά την προκλητή ζήτηση και θα διαμορφώνει κανόνες για την λειτουργία του συνεργαζόμενου με το δημόσιο σύστημα υγείας ιδιωτικού τομέα παροχής υπηρεσιών ΠΦΥ» διευκρινίζει η ΕΛΛΟΚ, ωστόσο υπογραμμίζει πως εάν ο ΕΟΠΥΥ και το υπουργείο Υγείας επιθυμούσαν πραγματικά, να καταπολεμήσουν την προκλητή ζήτηση, να επιφέρουν εξορθολογισμό στη χρήση και να μειώσουν τη δαπάνη για απεικονιστικές εξετάσεις, θα είχαν προβεί έγκαιρα με μεθοδικότητα και προγραμματισμό, σε συγκεκριμένες και με στόχευση ενέργειες.
ΕΛΛΟΚ: Οι παραλείψεις του ΕΟΠΥΥ και οι κίνδυνοι για τους ασθενείς
Σύμφωνα με την Ομοσπονδία, υπάρχει μία σειρά μέτρων τα οποία έπρεπε να έχουν ληφθεί προκειμένου να αντιμετωπιστεί η προκλητή ζήτηση την οποία διαπιστώνει ο ΕΟΠΥΥ αλλά και επιτρέψουν την απρόσκοπτη πρόσβαση των ασθενών στις απεικονιστικές εξετάσεις. Πρόκειται για τα εξής:
– Το υπουργείο Υγείας και ο ΕΟΠΥΥ θα είχε από καιρό ξεκινήσει την εφαρμογή των Διαγνωστικών και Θεραπευτικών πρωτοκόλλων.
– Θα είχαν φροντίσει να λειτουργεί σύμφωνα με τις δυνατότητές του ο εξοπλισμός στις δημόσιες δομές, ο οποίος σήμερα υπολειτουργεί. Θα μπορούσαν πχ να έχουν παρατείνει το ωράριο λειτουργίας.
– Θα είχαν αντικαταστήσει τον υφιστάμενο παλαιό εξοπλισμό με νέο σύγχρονης τεχνολογίας, καλύπτοντας μεγαλύτερο μέρος των αναγκών.
Επιπλέον, με το νέο σύστημα των περιορισμών που εισάγει ο ΕΟΠΥΥ, η ΕΛΛΟΚ τονίζει πως εκτίθενται οι ασθενείς σε μία σειρά κινδύνων, για τους οποίους δεν λαμβάνεται καμία μέριμνα. Συγκεκριμένα:
– Δεν υπάρχει διάκριση του επείγοντος περιστατικού, από εκείνα που μπορούν να προγραμματιστούν αρκετά νωρίτερα, με ότι κίνδυνο αυτό συνεπάγεται για τη ζωή των ασθενών.
– Επιβαρύνονται οικονομικά οι ασθενείς, καθώς με το νέο μέτρο δε θα περιοριστεί η συνολική δαπάνη, αλλά μόνο η δημόσια δαπάνη, που αποζημιώνει ο ΕΟΠΥΥ. Είναι αυτονόητο, ότι όταν θα κλείνουν τα μηνιαία πλαφόν, όσοι ασθενείς χρειάζονται να υποβληθούν σε απεικονιστική εξέταση θα το κάνουν με δική τους δαπάνη.
– Δεν υπάρχει διαφανής διαδικασία με την οποία μπορούν να γνωρίζουν οι ασθενείς, μέσω μίας ηλεκτρονικής πλατφόρμας, τόσο τη δυνατότητα να πραγματοποιηθούν ραντεβού σε πραγματικό χρόνο, όσο και την πληρότητα των διαγνωστικών κέντρων. Με την ισχύουσα διάταξη, το κάθε διαγνωστικό κέντρο θα μπορεί να εφαρμόζει την πολιτική του κατά το δοκούν, γεγονός που θα οδηγήσει στην εμφάνιση κερδοσκοπικών φαινομένων. Μάλιστα, τονίζει η ΕΛΛΟΚ πως στο παρελθόν υπήρξε έντονο το ίδιο φαινόμενο όταν είχαν τεθεί τα όρια στις ιατρικές επισκέψεις των συμβεβλημένων ιατρών.
– Μειώνεται ο αριθμός των ασθενών που θα μπορούν να επιλέξουν τα διαγνωστικά κέντρα με τον πλέον σύγχρονο εξοπλισμό και καλύτερες διαγνωστικές δυνατότητες, τα οποία προσφέρουν σαφώς υψηλότερου επιπέδου υπηρεσίες και μειώνουν την έκθεση σε ακτινοβολία, σε σχέση με αυτά που διαθέτουν παλαιότερο ή ανασκευασμένο εξοπλισμό.
– Δημιουργούνται συνθήκες που οδηγούν στην διεύρυνση των ανισοτήτων μεταξύ των ληπτών υπηρεσιών υγείας, καθώς συνδέεται τη διενέργεια αναγκαίων ιατρικών πράξεων σε καθορισμένο χρόνο, με την οικονομική δυνατότητα των πολιτών να τις πραγματοποιήσουν.
– Λειτουργεί ως αντικίνητρο για την πραγματοποίηση επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες και ανάπτυξης του υγιούς ανταγωνισμού των διαγνωστικών κέντρων, καθώς δεν αναγνωρίζεται η αξία της ποιότητας και δεν επιβραβεύεται η παροχή υπηρεσιών υψηλού επιπέδου προς τους ασθενείς.