Διαφορετικοί παράγοντες όπως το γυναικείο φύλο, η μέση ηλικία, η βαρύτητα της νόσησης κατά την οξεία φάση και η παρουσία δύο ή περισσότερων συννοσηροτήτων σχετίζεται με τέσσερις διαφορετικούς φαινότυπους ανάκαμψης μετά από νοσηλεία λόγω νόσου COVID-19. Στην κλινική πράξη απαιτείται μια στενή προσέγγιση των ασθενών με COVID-19 στηριζόμενη σε διεπιστημονική συνεργασία, η οποία θα πρέπει να ξεκινά κατά την οξεία φάση της νόσου. Επιπλέον απαιτείται η ευρεία πρόσβαση των ασθενών στα post COVID-19 ιατρεία, η δυνατότητα διαστρωμάτωσης της περίθαλψης και της αποκατάστασης, ενώ η πρόληψη παίζει καθοριστικό ρόλο στην αποφυγή των σωματικών και ψυχικών επιπτώσεων της COVID-19.
Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής Ελένη Κορομπόκη και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) αναφέρουν ότι πρόκειται για μια πολυκεντρική μελέτη στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην οποία εντάχθηκαν ασθενείς άνω των 18 ετών που νοσηλεύτηκαν σε νοσοκομεία του Ηνωμένου Βασιλείου λόγω COVID-19 και οι οποίοι αξιολογήθηκαν σε διάστημα δύο έως επτά μηνών μετά την έξοδό τους από το νοσοκομείο. Η αξιολόγηση περιλάμβανε την αναλυτική καταγραφή των συμπτωμάτων, της φυσικής κατάστασης και βιοχημικών παραμέτρων από τις εξετάσεις αίματος.
Οι παράγοντες που σχετίστηκαν με χειρότερη ανάκαμψη από τη νόσο μετά τη νοσηλεία ήταν το γυναικείο φύλο, η μέση ηλικία (40-59 έτη) και η παρουσία δύο ή περισσότερων συννοσηροτήτων. Το μέγεθος της εμμένουσας επιβάρυνσης ήταν σημαντικό στους ασθενείς με που νόσησαν πιο σοβαρά. Προσδιορίστηκαν τέσσερις διαφορετικοί φαινότυποι σε σχέση με τη βαρύτητα της επιβάρυνσης της σωματικής και ψυχικής υγείας: σε σύνολο 767 ασθενών 17% είχαν πολύ σοβαρή επιβάρυνση, 21% σοβαρή, 17% μέτρια αλλά με γνωσιακές διαταραχές και 46% ήπια. Η εμμένουσα αύξηση της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης, ενός δείκτη φλεγμονής, σχετίστηκε σημαντικά με το βαθμό της ψυχικής και σωματικής επιβάρυνσης.