Τις λύσεις για μια βιώσιμη φαρμακευτική νοσοκομειακή δαπάνη υποδεικνύει μελέτη που εκπονήθηκε από το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης για λογαριασμό της Ένωσης Ασθενών Ελλάδας, και την οποία παρουσιάζει το ygeiamou.
Με την πολιτεία να αναζητεί ή να επικαιροποιεί εργαλεία για τον έλεγχο της ολοένα διογκούμενης ετήσιας νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης -η οποία σημειωτέον έφτασε το 1 δισ ευρώ- και με τους ασθενείς να αγωνιούν για το αν θα εξασφαλιστεί εγκαίρως η πρόσβασή τους σε καινοτόμες θεραπείες, η διερεύνηση ενός πλαισίου καλύτερης διαχείρισης και χρηματοδότησης των φαρμάκων στα δημόσια νοσοκομεία ήταν – και παραμένει- ζητούμενο για την κυβέρνηση, την ιατρική κοινότητα, τους ασθενείς και τις φαρμακευτικές εταιρίες. Είναι ενδεικτικό ότι ο εξορθολογισμός του clawback εντάχθηκε στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανασυγκρότησης. Η μελέτη με θέμα «Αξιολόγηση Χρηματοδότησης Νοσοκομειακού (Προϋπολογισμού) Φαρμάκου και Προτάσεις Εξορθολογισμού της Δαπάνης στο ΕΣΥ» που διεξήχθη με επιστημονικά υπεύθυνο τον καθηγητή Διοίκησης Υπηρεσιών Υγείας του Δημοκρίτειου, κ. Νίκο Πολύζο, παραδόθηκε στον γενικό γραμματέα Υπηρεσιών Υγείας, κ. Ιωάννη Κωτσιόπουλο προκειμένου να συμβάλλει στην κατεύθυνση του εξορθολογισμού με συγκεκριμένες και σαφείς προτάσεις που προέκυψαν από μετρήσιμα στοιχεία και δεδομένα του ΕΣΥ.
Από το 2010 η φαρμακευτική δαπάνη είναι σταθερά στο επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης. Λόγω της οικονομικής κρίσης αλλά και της υπέρμετρης αύξησης της φαρμακευτικής δαπάνης κατά το διάστημα 2005-2009, ένα από τα βασικά μνημονιακά μέτρα ήταν η δραστική μείωση της συγκεκριμένης δαπάνης και η θεσμοθέτηση κλειστού προϋπολογισμού για νοσοκομειακά και εξωνοσοκομειακά φάρμακα. Παράλληλα, εφαρμόστηκαν νέα οικονομικά εργαλεία, όπως το rebate και clawback, που υποχρέωσαν τις φαρμακευτικές εταιρίες να επιστρέφουν στο κράτος το ποσό της υπέρβασης του κλειστού προϋπολογισμού για το φάρμακο.
Το 2019 η φαρμακευτική δαπάνη είχε καθοριστεί από το κράτος στα 2,5 δισ ευρώ και συνολικά έφτασε στα 4,5 δισ ευρώ, με την υπέρβαση να κατανέμεται σε φαρμακευτικές εταιρίες (claw back) και πολίτες (συμμετοχή στα φάρμακα και ιδιωτική δαπάνη). Μέσω των rebate και clawback, η φαρμακοβιομηχανία συμμετείχε κατά 34% στην εξωνοσοκομειακή και κατά 45% στη νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη. Το 2020, που ενέσκηψε και η πανδημία, το ποσό της υπέρβασης της φαρμακευτικής δαπάνης στα δημόσια νοσοκομεία αγγίζει εκείνο της κλειστής δαπάνης: είχε προϋπολογιστεί το ποσό των 513 εκατομμυρίων ευρώ για τα φάρμακα των νοσηλευόμενων στο ΕΣΥ και η δαπάνη έφθασε στο 1 δισ ευρώ. Δηλαδή οι εταιρίες καλούνται να επιστρέψουν περίπου 474 εκατ. Ευρώ ως clawback για το νοσοκομειακό φάρμακο.
Τι δείχνει η μελέτη
Στη μελέτη αξιοποιήθηκαν τα στοιχεία από 11 μεγάλα νοσοκομεία της Αττικής, της Θεσσαλονίκης, της Πάτρας, του Ηρακλείου και του Έβρου, με βαθύ οικονομικό αποτύπωμα: η φαρμακευτική δαπάνη τους ανερχόταν σε 365 εκατ. ευρώ το 2019.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα δεδομένα της φαρμακευτικής κίνησης στα νοσοκομεία του ΕΣΥ παρουσιάζουν ανομοιογένεια, είναι ελλιπή και μη διαθέσιμα σε πραγματικό χρόνο, γεγονός που δεν επιτρέπει την ουσιαστική αξιοποίησή τους σε πραγματικό χρόνο.
Από την ανάλυση των δεδομένων η μελέτη επιβεβαιώνει ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες μέσω των υποχρεωτικών επιστροφών συμμετέχουν καθοριστικά στη χρηματοδότηση του νοσοκομειακού φαρμάκου. «Κατά τα έτη 2016 – 2019 η φαρμακευτική δαπάνη στα 11 νοσοκομεία της μελέτης αυξήθηκε κατά 196%, από 154,3 εκατ. Στα 348,3 εκατ. Ευρώ. Η υπέρβαση της κλειστής δαπάνης μετακυλίστηκε ως clawback στις φαρμακευτικές εταιρίες, οι οποίες κλήθηκαν να επιστρέψουν συνολικά κατά το διάστημα αυτό 128,9 εκατ. Ευρώ» επισημαίνεται. Στην έκθεση σημειώνεται ωστόσο ότι θα πρέπει να προσδιορισθεί με περισσότερη ακρίβεια γιατί αυξάνεται η φαρμακευτική δαπάνη χωρίς να αποδεικνύεται ότι αυξήθηκαν οι ασθενείς.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης, 13 κατηγορίες φαρμάκων καλύπτουν πάνω από το 80% της αξίας της φαρμακευτικής δαπάνης. Ειδικότερα, τα ογκολογικά φάρμακα έχουν ποσοστό συμμετοχής 30% στη φαρμακευτική δαπάνη, ακολουθούν τα αντιβιοτικά (11%) και τα αντι-ικα συστηματικής χορήγησης ( 9%), τα αντιαιμορραγικά (5%,), τα αντιμυκητιασικά για συστηματική χορήγηση (4,2%), άλλα φάρμακα νευρικού συστήματος (3,8%), ανοσοκατασταλτικοί παράγοντες (3,8%), ενδοφλέβια διαλύματα -Intravenous solutions (3,4%), άνοσοι οροί και ανοσφαιρίνες (2,7%), οφθαλμολογικά φάρμακα (2,1%), παγκρεατικές ορμόνες (2,1%), πλάσμα αίματος (2,1%) και αντιθρομβωτικοί παράγοντες ( 2%).
Όπως προκύπτει, η υπέρβαση γίνεται σε συγκεκριμένες φαρμακευτικές κατηγορίες οι οποίες κατά συνέπεια συγκεντρώνουν μεγάλο ποσοστό του συνολικού clawback που πληρώνουν οι εταιρίες. Ενδεικτικά, το 85,4% της υπέρβασης του κλειστού προϋπολογισμού αφορά ογκολογικά και ανοσοτροποποιητικά φάρμακα, αντιβιοτικά καθώς και αντιαιμορραγικά.
«Το clawback έχει μεν αδιαμφισβήτητο λογιστικό αποτέλεσμα (περικοπή της δαπάνης φαρμάκου), αλλά το ταμειακό αποτέλεσμα είναι αμφίβολο (εισπραξιμότητα των οφειλών), όπως και το θεραπευτικό αποτέλεσμα σε μεγάλα νοσοκομεία. Τo clawback δημιουργεί αντικίνητρα στις εταιρείες να εισάγουν στην αγορά νέα φάρμακα (ογκολογικά, αιματολογικά κλπ) λόγω του υψηλού τους κόστους αλλά και γιατί επιβαρύνονται δυσανάλογα λόγω του τρόπου κατανομής του ποσού της υπέρβασης» τονίζει ο επικεφαλής της μελέτης, καθηγητής Διοίκησης Υπηρεσιών Υγείας του Δημοκρίτειου, κ. Νίκος Πολύζος.
Τι προτείνουν οι συντάκτες της μελέτης
Τη δημιουργία ενός συστήματος που θα αξιολογεί σε πραγματικό χρόνο, θα παρεμβαίνει και θα καθορίζει τη φαρμακευτική δαπάνη προτείνουν οι επιστήμονες. Προκειμένου να γίνει αυτό αναφέρουν ότι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τους αρμόδιους φορείς τα θεραπευτικά πρωτόκολλα, οι κλινικές μελέτες και η πρόσβαση σε καινοτόμες θεραπείες, ο εξορθολογισμός της συνταγογράφησης, η δημιουργία κλειστών ανά Τμήμα/κλινική φαρμακευτικών προϋπολογισμών, η στήριξη της κλινικής αριστείας, η προώθηση των γενοσήμων, η εφαρμογή διαγωνισμών ή/και διαπραγματεύσεων καθώς και νέων μοντέλων αποζημίωσης με βάση το θεραπευτικό αποτέλεσμα.
Ειδικότερα, προτείνεται:
– Να προσδιορισθεί με περισσότερη ακρίβεια ποια θα πρέπει να είναι η φαρμακευτική δαπάνη η οποία θα καλύπτει τις ανάγκες του πληθυσμού με το μικρότερο δυνατό κόστος. Γιατί καταγράφεται πως αυξάνεται η φαρμακευτική δαπάνη ενώ δεν προκυπτει αν και πόσο αυξήθηκαν οι ασθενείς.
– Ομογενοποίηση της βάσης δεδομένων των νοσοκομείων προκειμένου να μπορούν τα στοιχεία να είναι συγκρίσιμα και επεξεργάσιμα, αλλά και άμεσα διαθέσιμα σε πραγματικό χρόνο.
-Τήρηση Σφαιρικών Προϋπολογισμών – Κλειστών προϋπολογισμών ανά τμήμα ώστε να μπορεί να ελεγχθεί και να συγκρατηθεί η νοσοκομειακή δαπάνη.
– Συμμετοχή των νοσοκομειακών φαρμακοποιών στην λήψη των αποφάσεων όσον αφορά στη φαρμακευτική δαπάνη τον προϋπολογισμό και την διαμόρφωσή της.
– Να ελεγχθεί η συνταγογράφηση εσωτερικών αλλά και εξωτερικών ασθενών.
– Να διενεργούνται συγκεντρωτικοί διαγωνισμοί από το ΕΚΑΠΤΥ για να επιταχυνθεί η είσοδος των νέων φαρμάκων καθώς και τα φάρμακα των σπανίων παθήσεων, αλλά και το θέμα της διαχείρισης των χρονίως πασχόντων.
Ενώ για τη σταδιακή κατάργηση του clawback ο επικεφαλής καθηγητής της μελέτης, κ. Πολύζος καταθέτει τρεις στοχευμένες προτάσεις :
– Την παρακολούθηση των δαπανών ανά θεραπευτική κατηγορία στα νοσοκομεία
– Την αύξηση του κρατικού προϋπολογισμού στη φαρμακευτική δαπάνη κατά 20% αλλά υπό την προϋπόθεση της στοχοθεσίας και της λογοδοσίας των διοικήσεων των νοσοκομείων για το αποτέλεσμα
– Επέκταση σε περισσότερες θεραπευτικές κατηγορίες της διαδικασίας διαπραγμάτευσης των τιμών και διενέργεια διαγωνισμών για γενόσημα και off patent φάρμακα, με στόχο την εξοικονόμηση πόρων και τον εξορθολογισμό της δαπάνης.