Σχεδόν ένα εκατομμύριο άτομα επηρεάζει η νόσος Αλτσχάιμερ στην Ελλάδα, καθώς σύμφωνα με επιδημιολογικά στοιχεία 160.000 πάσχουν από άνοια, 280.000 από ήπια νοητική έκπτωση -θεωρείται πρόδρομος της άνοιας- με αποτέλεσμα οι ασθενείς αυτοί να χρειάζονται την φροντίδα 2-3 ατόμων από το οικογενειακό τους περιβάλλον.
Τα παραπάνω στοιχεία παρουσιάστηκαν σε συνέντευξη Τύπου του υπουργείου Υγείας, με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα κατά της Νόσου Αλτσχάιμερ.
Αν και η χώρα μας από το 2016 διαθέτει Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Άνοια και αντίστοιχα Εθνικό Παρατηρητήριο για τη νόσο, «λίγα πράγματα έχουν γίνει μέχρι σήμερα για την υλοποίηση των παρεμβάσεων που περιλαμβάνονται στο εθνικό σχέδιο. Βέβαια δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι στην Ελλάδα η άνοια έχει αναγνωριστεί ως αναπηρία -συνοδεύεται από ειδικό επίδομα- ενώ τόσο τα φάρμακα όσο και οι διαγνωστικές εξετάσεις αποζημιώνονται από τον ΕΟΠΥΥ», σημείωσε η κυρία Παρασκευή Σακκά, Νευρολόγος-Ψυχίατρος και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Νόσου Alzheimer & Συγγενών Διαταραχών.
Και πρόσθεσε ότι, «δυστυχώς η πανδημία έκανε τα πράγματα χειρότερα για τους ασθενείς με άνοια και τις οικογένειες τους και αυτό αποτυπώθηκε και σε πρόσφατη επιστημονική μελέτη».
Ο κ. Αντώνης Πολίτης, καθηγητής Ψυχιατρικής στην Α’ Ψυχιατρική Κλινική του ΕΚΠΑ στο «Αιγινήτειο» Νοσοκομείο, υπεύθυνος της Μονάδας Ψυχογηριατρικής, συμπλήρωσε ότι η άνοια αποτελεί σημαντική πρόκληση για τις χώρες με γηρασμένο πληθυσμό όπως η Ελλάδα. Σύμφωνα με τον ίδιο το 15% των ατόμων 60 ετών και άνω πάσχει από άνοια και κατάθλιψη της τρίτης ηλικίας. «Κατάθλιψη και άνοια είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Ένας στους πέντε Έλληνες άνω των 60 ετών έχει καταθλιπτικά συμπτώματα, γεγονός που τον θέτει σε κίνδυνο εκδήλωσης άνοιας», εξήγησε.
Ανάγκη για εξειδικευμένες δομές
Οι επιστήμονες επεσήμαναν την ανάγκη ύπαρξης ενός ολοκληρωμένου πανελλαδικού δικτύου δομών για τη φροντίδα των ασθενών με άνοια και συναφείς διαταραχές και την υποστήριξη του οικογενειακού τους περιβάλλοντος.
«Η άνοια είναι ένα μεγάλο κοινωνικό ζήτημα. Χρειαζόμαστε οικοτροφεία, κέντρα ημέρας και δομές φροντίδας των ασθενών που βρίσκονται στα τελικά στάδια της νόσου. Αποτελεί μεγάλο πρόβλημα το γεγονός ότι οι οίκοι ευγηρίας δεν είναι δομές προσιτές σε όλους», εξήγησε η κυρία Σακκά προσθέτοντας ότι υπάρχει έτοιμο σχετικό σχέδιο νόμου «που θα πρέπει να ψηφιστεί και να υλοποιηθεί».
Σύμφωνα με την πρόεδρο της Ελληνικής Εταιρείας Νόσου Alzheimer & Συγγενών Διαταραχών πρότυπες υπηρεσίες όπως αυτή που λειτουργεί στην Αττική και προσφέρει κατ’ οίκον φροντίδα και υποστήριξη σε 1.000 οικογένειες με ανοϊκό ασθενή, θα πρέπει να επεκταθούν σε όλη την Ελλάδα, «ειδικά τώρα που χάρη στην πρόοδο της επιστήμης διαπιστώνουμε ότι η άνοια δεν είναι χαμένη υπόθεση. Μπορούμε καθυστερήσουμε την πορεία της νόσου. Πρόσφατα στις ΗΠΑ εγκρίθηκε η πρώτη αιτιολογική θεραπεία. Δεν είναι μεν πανάκεια αλλά για ασθενείς που είναι σε πρώιμα στάδια φαίνεται ότι έχει αποτέλεσμα».
Αξίζει να σημειωθεί ότι το μονοκλωνικό αντίσωμα στο οποίο αναφέρεται η κυρία Παρασκευή Σακκά, δεν έχει λάβει προς το παρόν την έγκριση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων και στις ΗΠΑ δεν αποζημιώνεται από τον μεγαλύτερο ασφαλιστικό πάροχο των ΗΠΑ, την εταιρεία Medicare.
Πιλοτική δράση για ηλικιωμένους
Η υφυπουργός Υγείας κυρία Ζωή Ράπτη αναφερόμενη στην έλλειψη δομών φροντίδας για ανοϊκά άτομα εξήγησε ότι σε υπουργική απόφαση της 8ης Ιουλίου 2021, αποτυπώνεται επιτελικός σχεδιασμός σε ορίζοντα διετίας που προβλέπει τον «χάρτη» των δομών/οικοτροφείων, κέντρων ημέρας, ψυχογηριατρικών ιατρείων και κινητές μονάδες για την φροντίδα των ασθενών με άνοια, νόσο Αλτσχάιμερ και συναφείς διαταραχές, που πρέπει να αναπτυχθούν πανελλαδικά.
Προς την κατεύθυνση αυτή είναι ήδη σε εξέλιξη, σύμφωνα με την κυρία Ράπτη, πιλοτικό πρόγραμμα -σε νησιά όπως η Σύρος, η Τήνος, η Άνδρος αλλά και ακριτικές περιοχές όπως η Ξάνθη- για την παροχή φροντίδας σε ηλικιωμένους με στόχο την παραμονή στον τόπο τους. «Με την βοήθεια της Τηλεϊατρικής, των δομών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και τις ειδικές πανεπιστημιακές δομές Ψυχογηριατρικής θέλουμε να προσφέρουμε την ευκαιρία της υγιούς γήρανσης σε όλους τους πολίτες», εξήγησε η υφυπουργός Υγείας.