Με κινήσεις ακριβείας ζυγίζει τα μέχρι τώρα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα για τον εμβολιασμό των παιδιών έναντι της λοίμωξης covid-19 η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμού, μετά την έγκριση – την περασμένη Παρασκευή- του εμβολίου των Pfizer/BioNTech και για παιδιά ηλικίας 12-15 χρόνων από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΜΑ). Παρά τις ραγδαίες, όπως τις χαρακτήρισε η πρόεδρος της Επιτροπής, ομότιμη καθηγήτρια Παιδιατρικής, κυρία Μαρία Θεοδωρίδου, εξελίξεις αναφορικά με τον εμβολιασμό παιδιών, οι επιστήμονες της αρμόδιας επιτροπής βρίσκονται σε επιστημονική ετοιμότητα αναφορικά με τη συλλογή και την αξιολόγηση στοιχείων χωρίς όμως να βιάζονται να γνωμοδοτήσουν.
Πρόκειται για το πρώτο εμβόλιο κατά της λοίμωξης Covid-19 που εγκρίνεται για άτομα αυτής της ηλικιακής ομάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση – έγκριση έχει δοθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά- καθώς μέχρι τώρα χορηγούνταν σε άτομα ηλικίας 16 χρόνων και άνω με σοβαρά υποκείμενα νοσήματα. Μάλιστα, η Γερμανία ανακοίνωσε ότι ο εμβολιασμός θα ξεκινήσει από τις 7 Ιουνίου. Το δοσολογικό σχήμα θα είναι το ίδιο με αυτό των ενηλίκων, δηλαδή δύο δόσεις με μεσοδιάστημα 21 ημερών. Ανάλογη θετική απόφαση αναμένεται και για το εμβόλιο της Moderna για την ηλικιακή ομάδα 12-15 χρόνων τις επόμενες εβδομάδες, ενώ υπάρχει προοπτική επέκτασης των μελετών για τα τύπου mRNA εμβόλια και σε παιδιά ηλικίας κάτω των 12 χρόνων.
«Πρωταρχικός στόχος είναι ο εμβολιασμός των ενηλίκων» επανέλαβε, χθες, κατά την τακτική ενημέρωση για την εμβολιαστική εκστρατεία από το υπουργείο Υγείας, η κυρία Θεοδωρίδου. Αναφερόμενη στο ίδιο θέμα, του εμβολιασμού των παιδιών, την προηγούμενη εβδομάδα είχε υπογραμμίσει πως «οι ενήλικοι πρέπει να δώσουν δυναμικό ”παρών” στον εμβολιασμό ώστε να μη δημιουργηθεί κενό το οποίο θα πρέπει να συμπληρώσουμε με τον εμβολιασμό και των μικρότερων ηλικιών». Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο γενικός γραμματέας Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ), κ. Μάριος Θεμιστοκλέους, έχει εμβολιαστεί πλήρως το 19,4% του ενήλικου πληθυσμού και έχει λάβει μία δόση το 34,5%.
Αναλύοντας την απόφαση του ΕΜΑ που ενέκρινε τη χορήγηση του εμβολίου στα παιδιά ηλικίας 12-15 χρόνων, η κυρία Θεοδωρίδου ανέφερε πως «η απόφαση στηρίχθηκε σε μελέτη που αφορούσε 2.260 παιδιά της ηλικίας 12 έως 15 ετών, τα οποία σύμφωνα με το ερευνητικό πρωτόκολλο παρακολουθήθηκαν για να διαπιστωθεί ότι το εμβόλιο ήταν ανοσογόνο, δηλαδή παρήγαγε αντισώματα, και αποτελεσματικό. Από τα 1.005 παιδιά που έλαβαν το εμβόλιο κανένα δεν ανέπτυξε τη νόσο, ενώ στα 978 παιδιά, που δεν εμβολιάστηκαν 16 προσβλήθηκαν από τη νόσο. Δηλαδή η αποτελεσματικότητα ήταν περίπου 100%».
Σε ό,τι αφορά τις ανεπιθύμητες ενέργειες η καθηγήτρια είπε πως «ήταν συνήθεις και ήπιες, όπως ξέρουμε από τα παιδικά λεγόμενα εμβόλια», ωστόσο υπογράμμισε πως «η Επιτροπή σημειώνει ότι ο περιορισμένος αριθμός παιδιών που συμπεριλαμβάνει η μελέτη δεν θα μπορούσε να ανιχνεύσει σπάνιες ανεπιθύμητες ενέργειες».
Η έγκριση του ΕΜΑ και η συνεδρίαση της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών
«Η έγκριση από τον ΕΜΑ σηματοδοτεί τη δυνατότητα κάθε χώρας να μπορεί να διαμορφώνει μια στρατηγική, μια πολιτική εμβολιασμού ανάλογα με τα στοιχεία που διαθέτει» εξήγησε η κυρία Θεοδωρίδου, πως το «πράσινο φως» που έδωσε ο ευρωπαϊκός ρυθμιστικός φορέας φαρμάκων κινητοποίησε και την εγχώρια επιτροπή. Η Εθνική Επιτροπή, όπως είπε, θα μελετήσει όλες τις παραμέτρους του θέματος, προκειμένου να διατυπώσει την πρότασή της για τον εμβολιασμό έναντι της λοίμωξης covid-19. Ξεκαθάρισε όμως ότι ο εμβολιασμός δεν θα έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα, υπενθυμίζοντας παράλληλα πως ο ρόλος της Επιτροπής είναι συμβουλευτικός στο υπουργείο Υγείας.
«Όπως γίνεται και για όλα τα εμβόλια, η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών συνεκτιμά πολλούς παράγοντες και διαμορφώνει το σκεπτικό και την απόφασή της, την οποία και την δημοσιοποιεί. Οι παράγοντες που θα συνεκτιμηθούν είναι παράγοντες που αφορούν τη νόσο- γνωρίζουμε ότι, ευτυχώς, η νόσος του κορωνοϊού έχει ήπια πορεία στα παιδιά-, τη συμμετοχή των παιδιών στη διασπορά του ιού στην κοινότητα εν καιρώ επιδημίας, τα πλεονεκτήματα από τον εμβολιασμό σε σχέση με την εκπαίδευση αλλά και τις δραστηριότητες στις οποίες πρέπει να βρίσκονται τα παιδιά, την ασφάλεια του εμβολίου και την αποτελεσματικότητα και τέλος, την αποδοχή του εμβολίου από τους γονείς με τη συναίνεση των οποίων θα γίνει ο εμβολιασμός» παρέθεσε τους έξι κρίσιμους παράγοντες που θα σταθμίσει κατά τη συνεδρίασή της η επιστημονική επιτροπή.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία για τη νόσο, έχουν αναφερθεί περιπτώσεις νόσησης παιδιών, ακόμα και μικρής ηλικίας, αλλά σε πολύ μικρότερα ποσοστά συγκριτικά με τους μεγάλους. Παιδιά και νέοι ηλικίας κάτω των 20 ετών νοσούν σπάνια (περίπου 2%). Επίσης, οι ειδικοί έχουν υπογραμμίσει πως η συμμετοχή των παιδιών στη διασπορά του κορωνοϊού στην κοινότητα είναι μικρή – το επανέλαβε ερωτηθείς την περασμένη εβδομάδα και ο επίκουρος καθηγητής Επιδημιολογίας, μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, κ. Γκίκας Μαγιορκίνης.
«Η απόφαση δεν έχει ληφθεί ότι θα εμβολιαστούν τα παιδιά 12-15 ετών. Μπορεί να γίνει μια διαφοροποίηση ανάλογα με το τι θα μελετήσει η Επιτροπή και πως θα σταθμίσει τα πράγματα. Μπορεί η σύσταση να αφορά μόνο σε παιδιά αυξημένου κινδύνου και όχι σε όλα τα παιδιά» εκτίμησε η κυρία Θεοδωρίδου, αναφερόμενη στην επικείμενη συζήτηση και εισήγηση για το συγκεκριμένο θέμα στο πλαίσιο των συνεδριάσεων της Επιτροπής.
Τέλος, ιδιαίτερη αναφορά έκανε η καθηγήτρια στις ανησυχίες των γονιών τονίζοντας ότι «τις λαμβάνουμε ιδιαίτερα υπ’ όψιν μας, γιατί οι γονείς είναι αυτοί που θα δώσουν τη συναίνεση τους για τον εμβολιασμό, και με τους οποίους έχουμε συνεργαστεί άριστα για να έχει η χώρα μας ένα υψηλό ποσοστό εμβολιασμού για όλα τα λοιμώδη νοσήματα» καθώς και στην επιστημοσύνη και τα αντανακλαστικά των παιδιάτρων. «Θα πρέπει να αποδώσουμε τα εύσημα και στους παιδιάτρους, οι οποίοι έχουν όλα αυτά τα χρόνια στα χέρια τους εμβολιασμούς των παιδιών και που θα παίξουν σημαντικό ρόλο και για αυτό το εμβόλιο» όπως τόνισε.