Ο διαβήτης αποτελεί μια σύγχρονη μάστιγα, καθώς σήμερα υπολογίζεται πως πάσχουν περισσότερα από 400.000.000 παγκοσμίως, ενώ προβλέπεται ότι μέχρι το 2030 θα έχουν ξεπεράσει τα 600.000.000.

Η σωστή παρακολούθηση και θεραπευτική διαχείριση της νόσου έχει αποδειχθεί επιστημονικά ότι αποτρέπει ή καθυστερεί την εμφάνιση οξέων και μακροπρόθεσμων επιπλοκών, όπως η κετοξέωση, η καρδιαγγειακή νόσος, η νεφροπάθεια, η αμφιβληστροειδοπάθεια και το διαβητικό πόδι. Η πρόοδος της Επιστήμης, ειδικά τα τελευταία 20 χρόνια, έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη «έξυπνων» συστημάτων παρακολούθησης των επιπέδων της γλυκόζης, που συμβάλλουν όχι μόνο στον καλύτερο αυτοέλεγχο και στην αποτελεσματικότερη διαχείριση του διαβήτη τύπου 1 και τύπου 2, αλλά και στην αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των ατόμων με διαβήτη.

Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι υπάρχουν περίπου 1.000.000 άτομα με σακχαρώδη διαβήτη. Περισσότεροι από 48.000 συμπολίτες μας με διαβήτη τύπου 1 χρειάζεται να ακολουθούν ινσουλινοθεραπεία και έχουν στη διάθεσή τους, με πλήρη ασφαλιστική κάλυψη από τον ΕΟΠΠΥ, ίσως το πιο εξελιγμένο σύστημα παρακολούθησης της γλυκόζης.

Πρόκειται για το σύστημα FreeStyle Libre, που απαλλάσσει τα άτομα με διαβήτη από την ταλαιπωρία του τρυπήματος των δακτύλων και αντικαθιστά τον παραδοσιακό τρόπο μέτρησης της γλυκόζης στο αίμα. Αυτή η «τελευταία λέξη» της τεχνολογίας χρησιμοποιείται σε καθημερινή βάση από περισσότερα από 3 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως, ενώ αποζημιώνεται σε περισσότερες από 40 χώρες.

Το σύστημα βασίζεται σε έναν αισθητήρα που καταγράφει τη γλυκόζη καθόλη τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας και τοποθετείται εύκολα και ανώδυνα στο πίσω μέρος του άνω βραχίονα. Ο χρήστης μπορεί ανά πάσα στιγμή να σαρώσει τον αισθητήρα με μια εφαρμογή στο κινητό του τηλέφωνο και να αποκτήσει ολοκληρωμένη εικόνα για τη γλυκόζη και τις διακυμάνσεις της.

Κλινικές έρευνες, αλλά και μελέτες δεδομένων από τη χρήση του FreeStyle Libre σε πραγματικές συνθήκες έχουν αποδείξει ότι τα άτομα με διαβήτη τύπου 1 και τύπου 2 που το χρησιμοποιούν ελέγχουν αποτελεσματικότερα τον διαβήτη τους: μειώνουν τη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη, μειώνουν τις υπογλυκαιμίες, μειώνουν τις διακυμάνσεις της γλυκόζης και βελτιώνουν την ποιότητα τις ζωής τους, καθώς μπορούν να απολαύσουν τις αγαπημένες τους δραστηριότητες με μεγαλύτερη ελευθερία. Ταυτόχρονα η καλύτερη ρύθμιση του διαβήτη έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των επιπλοκών της νόσου, οι οποίες έχουν πολύ μεγάλο κόστος στα συστήματα υγείας.

Το «έξυπνο» αυτό σύστημα παρακολούθησης της γλυκόζης, που όπως προαναφέρθηκε διατίθεται με πλήρη κάλυψη από τον ΕΟΠΥΥ στα άτομα με διαβήτη τύπου 1, δυστυχώς δεν καλύπτεται ασφαλιστικά για τα άτομα με διαβήτη τύπου 2 σε ινσουλίνη, μολονότι παρουσιάζουν τις ίδιες ανάγκες διαχείρισης και έχουν τους ίδιους θεραπευτικούς στόχους (κατά κανόνα, την επίτευξη γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης κάτω του 7%). Επιπλέον, οι ασθενείς αυτοί παρουσιάζουν περισσότερες επιπλοκές και συννοσηρότητες που χωρίς την κατάλληλη πρόληψη επιβαρύνουν περισσότερο το εθνικό σύστημα υγείας σε σχέση με τα άτομα με διαβήτη τύπου 1.

Παρά τα συνεχή αιτήματα των συλλογικών οργάνων εκπροσώπησης των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη για ισότιμη πρόσβαση της έξυπνης τεχνολογίας σε όλους τους πάσχοντες, ανεξαρτήτως του τύπου διαβήτη, δεν έχει γίνει δεκτή η ασφαλιστική κάλυψη από τον ΕΟΠΥΥ και για την πολυπληθή ομάδα των ατόμων με διαβήτη τύπου 2. Με δεδομένο μάλιστα ότι τα άτομα με διαβήτη τύπου 2 σε ινσουλίνη έχουν πρόσβαση στα ίδια θεραπευτικά σχήματα που έχουν και οι ασθενείς με διαβήτη τύπου 1, τίθεται εύλογα το ερώτημα γιατί να μην έχουν πρόσβαση στην ίδια προηγμένη τεχνολογία για την καθημερινή διαχείριση του διαβήτη, που έχει τόσα πολλά οφέλη για τους ίδιους, αλλά και για το σύστημα υγείας;

Έτσι, τα άτομα με διαβήτη τύπου 2, τη συχνότερη μορφή διαβήτη στην Ελλάδα, αναγκάζονται να υποβάλλονται καθημερινά στην ταλαιπωρία και στον πόνο της μέτρησης της γλυκόζης αίματος με τρύπημα των δακτύλων τους. Όμως, η μέτρηση της γλυκόζης στο αίμα (μια «παρωχημένη» τεχνολογία 40 ετών) δεν καλύπτει πλήρως τις ανάγκες τους, καθώς προσφέρει μόνο μια μεμονωμένη τιμή γλυκόζης χωρίς ιστορικό ή διακυμάνσεις. Δυστυχώς, αυτός ο κλασικός τρόπος μέτρησης της γλυκόζης δε συντελεί στην καλύτερη διαχείριση του διαβήτη και την πρόληψη ή αποτροπή των οξέων και μακροπρόθεσμων επιπλοκών της νόσου, συντελώντας σε χαμηλότερο επίπεδο ποιότητας ζωής για τους ασθενείς και σημαντικά αυξανόμενη πίεση στα οικονομικά του συστήματος υγείας και ειδικά του ΕΟΠΥΥ.