Το επιδημιολογικό μοντέλο εξάπλωσης του ιού SARS-CoV-2 στο δεύτερο κύμα της επιδημίας στην Ελλάδα, το πώς φτάσαμε ως εδώ, καθώς και η επιδημιολογική πρόβλεψη για τη διασπορά κατά το επόμενο διάστημα, όπως αυτή προκύπτει από την επίδραση των μέτρων κοινωνικής απομόνωσης, αλλά και του εμβολιασμού, αναλύθηκαν κατά τη διάρκεια του τηλε-συνεδρίου με τίτλο «Άσκηση της Ιατρικής στην Εποχή του SARS-CoV-2. Η κριτική ματιά του Κλινικού Ιατρού», που διοργανώθηκε από την Γ’ Παθολογική Κλινική της Ιατρικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α., το Ογκολογικό Κέντρο Ιατροβιολογικής Εκπαίδευσης και Έρευνας (ΟΚΙΒΕΕ) και από την Ελληνική Εταιρεία Καρκίνου Πνεύμονα (ΕΛΕΚΑΠ), υπό την αιγίδα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Από τα στοιχεία που αναλύθηκαν φαίνεται ότι ενώ στο δεύτερο κύμα, αν και η ηλικιακή ομάδα 18-39 ετών έδωσε την αρχική ώθηση, γρήγορα η πανδημία μεταφέρθηκε σε μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες γεγονός που οδήγησε στα σημαντικά ποσοστά θνητότητας που καταγράφηκαν. Έτσι, η μείωση της θνητότητας ήταν ο βασικός στόχος της προτεραιοποίησης του εμβολιασμού στις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες.
Όσον αφορά στις διαγνωστικές μεθόδους, είναι πλέον σαφής ο ακρογωνιαίος ρόλος των μοριακών δοκιμασιών, ενώ τα αντιγονικά -«γρήγορα»- τεστ χρησιμεύουν κυρίως στο screening μεγάλων πληθυσμών σε μικρό διάστημα.
Κατά τη διάρκεια συνεδρίου παρουσιάστηκαν και νεότερα δεδομένα σχετικά με την ανίχνευση αντισωμάτων και τη χρήση τους τόσο σε οροεπιδημιολογικές μελέτες όσο και στην καταγραφή της αποτελεσματικότητας του εμβολιασμού.
Αναφορικά με τα θεραπευτικά πρωτόκολλα, αναλύθηκαν οι επιλογές αγωγής για τον ασθενή της κοινότητας και πως αυτές διαφοροποιούνται στον νοσηλευόμενο ασθενή. Ο ρόλος της θρομβοπροφύλαξης, αν και είναι πλέον ξεκάθαρος στην βελτίωση της πρόγνωσης των βαρέως πασχόντων ασθενών φαίνεται να κερδίζει έδαφος και στον μετρίως πάσχοντα και τον εξωνοσοκομειακό ασθενή.
Παρουσιάστηκαν νεότερα δεδομένα για τα αντιικά φάρμακα σε κυκλοφορία, όπως η ρεμντεσιβίρη, αλλά και σε φάση ανάπτυξης, καθώς πρωτοποριακές παρεμβάσεις με μονοκλωνικά αντισώματα, δεδομένα αποτελεσματικότητας από ελληνικές μελέτες με ανοσοτροποποιητικές παρεμβάσεις και πλάσμα αναρρωσάντων ασθενών.
Όσον αφορά στα κορτικοειδή αναλύθηκε ο προβληματισμός που υπάρχει μεταξύ της μικρής δόσης των 6mg δεξαμεθαζόνης που αποτελεί την συνήθη κλινική πρακτική έναντι μεγαλύτερων δόσεων που έχουν δοκιμαστεί σε διάφορες κλινικές μελέτες και πιθανό να παίξουν ρόλο σε ειδικές περιπτώσεις.
Σημαντικά πλέον όπλα αποτελούν οι μη επεμβατικές μέθοδοι αντιμετώπισης αναπνευστικής ανεπάρκειας που οδηγούν σε αποφυγή της διασωλήνωσης και μείωση της πίεσης στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ).
Νέο πρόβλημα που αναδεικνύεται φαίνεται να είναι η αυξημένη επίπτωση βακτηριακών και μυκητιακών συλλοιμώξεων και επιλοιμώξεων σε ασθενείς με COVID-19 και ο ορατός κίνδυνος αύξησης της αντιμικροβιακής αντοχής, που καταδεικνύει την αναγκαιότητα εφαρμογής πρακτικών ελέγχου antimicrobial stewardship.
Καθώς φαίνεται τελικά ότι η COVID-19 λοίμωξη είναι μια πολυσυστηματική νόσος παρουσιάστηκαν αναλυτικά οι επιπλοκές στο καρδιαγγειακό, το νευρικό σύστημα, τον νεφρό και το ήπαρ. Επίσης συζητήθηκαν οι ιδιαιτερότητες χειρισμού ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη, αυτοάνοσα νοσήματα και κακοήθειες.
Τέλος, δόθηκε ένα ελπιδοφόρο μήνυμα με την παρουσίαση των τελευταίων δεδομένων αποτελεσματικότητας και ασφάλειας των εμβολίων που έχουν εγκριθεί ή πρόκειται να εγκριθούν στο εγγύς μέλλον.
Όπως δήλωσε ο Πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής, Καθηγητής Παθολογίας & Ογκολογία Ιατρικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α., Κωνσταντίνος Συρίγος «κατά τη διάρκεια του διημέρου, έγινε μια σημαντική και υψηλού επιπέδου προσπάθεια να συζητηθούν και να αξιολογηθούν όλα τα τελευταία δεδομένα που αφορούν στην COVID-19 λοίμωξη, να αποσαφηνιστούν προβληματισμοί καθώς και να διαμοιραστεί η εμπειρία από διάφορα κέντρα στην Ελλάδα και το εξωτερικό».
Το συνέδριο αποτέλεσε ευκαιρία έτσι ώστε περισσότεροι από 800 διακεκριμένοι επιστήμονες από διάφορα μέρη του κόσμου (Ηνωμένο Βασίλειο, Ιταλία, Ισπανία και Λίβανος) αλλά και της Ελλάδας, να ανταλλάξουν τις εμπειρίες τους και να παρουσιάσουν επιτυχημένες πρακτικές καθώς και ερευνητικές εργασίες. Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η ελληνική επιστημονική κοινότητα πρωτοστατεί με σημαντικές νέες θεραπευτικές προσεγγίσεις αλλά και με διεθνείς συνεργασίες, στον αγώνα έναντι αυτού του πρωτοφανούς εχθρού.