Η ποσότητα του κορωνοϊού SARS-CoV-2 στο σώμα ενός ανθρώπου, δηλαδή το ιικό φορτίο, αποτελεί καθοριστικό παράγοντα -σημαντικότερο π.χ. από τον βήχα- για το κατά πόσο κάποιος θα μεταδώσει τον ιό σε άλλους. Αυτό συμπέρανε μία βρετανο-ισπανική επιστημονική έρευνα, που πραγματοποιήθηκε σε ανθρώπους διαγνωσμένους με τον ιό και στις στενές επαφές τους.
Η μελέτη, σύμφωνα με την οποία «ο κίνδυνος συμπτωματικής Covid-19 σχετίζεται στενά με το ιικό φορτίο», ενισχύει την πεποίθηση ότι τη μεγάλη «ζημιά» της μεταδοτικότητας την κάνουν μερικοί υπερμεταδοτικοί φορείς που έχουν μεγάλο ιικό φορτίο του κορωνοϊού στον οργανισμό τους.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Μάικλ Μαρκς της Σχολής Δημόσιας Υγείας και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό για τις λοιμώδεις νόσους «The Lancet Infectious Diseases», σύμφωνα με το «Nature», μελέτησαν 282 ανθρώπους άνω των 18 ετών στη Βαρκελώνη, οι οποίοι πρόσφατα είχαν αναπτύξει ήπια συμπτώματα Covid-19, καθώς και άλλα 753 ενήλικα άτομα που είχαν στενή επαφή με τους πρώτους.
Διαπιστώθηκε ότι μόνο το ένα τρίτο των φορέων του ιού (32%) τον μετέδωσαν σε τουλάχιστον μία στενή επαφή τους. Όμως, εκείνοι με υψηλό ιικό φορτίο ήταν πολύ πιθανότερο να τον μεταδώσουν (περίπου διπλάσια πιθανότητα), σε σχέση με εκείνους που είχαν χαμηλό φορτίο κορωνοϊού. Ακόμη, όσοι έβηχαν δεν ήταν πιθανότερο να είναι πιο μεταδοτικοί, σε σχέση με όσους δεν έβηχαν, μία ένδειξη πως το επίπεδο του ιικού φορτίου είναι τελικά σημαντικότερο από τον βήχα ως παράγοντας μεταδοτικότητας.
Οι ερευνητές επεσήμαναν τη σημασία του εντοπισμού των ατόμων με υψηλό ιικό φορτίο και της ιχνηλάτησης των στενών επαφών τους ως μέτρο κατά της μετάδοσης της Covid-19.