Την επανεξέταση των σκευασμάτων που περιέχουν φθοριοουρακίλη (επίσης γνωστή ως 5- φθοριοουρακίλη ή 5-FU) και τα σχετικά φάρμακα καπεσιταβίνη, τεγκαφούρη και φλουκυτοσίνη, τα οποία μετατρέπονται σε φθοριοουρακίλη στο σώμα έχει ξεκινήσει ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων, προκειμένου να διερευνήσει τις υπάρχουσες μεθόδους ελέγχου και την αξία τους στην αναγνώριση ασθενών με αυξημένο κίνδυνο σοβαρών παρενεργειών.
Η φθοριοουρακίλη (χορηγούμενη με ένεση), η καπεσιταβίνη και η τεγκαφούρη είναι φάρμακα για τον καρκίνο, ενώ η τοπικώς χορηγούμενη (εφαρμοζόμενη στο δέρμα) φθοριοουρακίλη χρησιμοποιείται για διάφορες παθήσεις του δέρματος. Τέλος, η φλουκυτοσίνη είναι ένα φάρμακο που χρησιμοποιείται σε σοβαρές μυκητισιακές λοιμώξεις.
Ο λόγος για την εν λόγω κίνηση από την πλευρά του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων είναι ότι μερικοί ασθενείς εμφανίζουν έλλειψη ενός λειτουργικού ενζύμου το οποίο ονομάζεται αφυδρογονάση της διυδροπυριμιδίνης (ΑΔΠ), η οποία είναι απαραίτητη για τον καταβολισμό της φθοριοουρακίλης. Τα άτομα που συνταγογραφούν ενδέχεται να μη γνωρίζουν ότι οι ασθενείς τους εμφανίζουν έλλειψη του λειτουργικού ενζύμου ΑΔΠ και εάν σε αυτούς τους ασθενείς χορηγηθούν φθοριοουρακίλη ή σχετικές ουσίες, τα σώματά τους δεν μπορούν να καταβολίσουν τη φθοριοουρακίλη, με κατάληξη τη συσσώρευσή της στο σώμα.
Η συσσώρευση υψηλών επιπέδων φθοριοουρακίλης που παρατηρείται με μερικά από αυτά τα σκευάσματα μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές και απειλητικές για τη ζωή παρενέργειες όπως η ουδετεροπενία (χαμηλά επίπεδα ουδετερόφιλων, ενός τύπου λευκοκυττάρων που απαιτείται για να καταπολεμηθούν οι λοιμώξεις), η νευροτοξικότητα (βλάβη στο νευρικό σύστημα του σώματος), η σοβαρή διάρροια και η στοματίτιδα (φλεγμονή της επένδυσης του στόματος).
Όπως γίνεται κατανοητό, θα πρέπει να μη χορηγείται η φθοριοουρακίλη ή σκευάσματα που μπορούν να τη σχηματίσουν στο σώμα σε ασθενείς με πλήρη έλλειψη της ΑΔΠ. Οι πληροφορίες προϊόντος για τα περισσότερα από αυτά τα φάρμακα αναφέρουν ότι δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται σε ασθενείς με πλήρη έλλειψη της ΑΔΠ.
Γενετικές δοκιμασίες για έλλειψη της ΑΔΠ συνιστώνται για τα περισσότερα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία του καρκίνου, αλλά ο συστηματικός έλεγχος για ανεπάρκεια ΑΔΠ πριν από την έναρξη θεραπείας δεν είναι υποχρεωτικός. Επιπλέον, νέα δεδομένα για τις γενετικές δοκιμασίες και άλλες μεθόδους ελέγχου της ΑΔΠ δημοσιεύτηκαν πρόσφατα που μπορεί να επηρεάσουν τις τρέχουσες συστάσεις.
Μέχρι 8% του πληθυσμού έχει χαμηλά επίπεδα του λειτουργικού ενζύμου ΑΔΠ και μέχρι 0,5% του πληθυσμού εμφανίζει πλήρη έλλειψη του ενζύμου. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων θα αξιολογήσει τώρα τα διαθέσιμα δεδομένα σε σχέση με τις υπάρχουσες μεθόδους ελέγχου για την ανίχνευση της έλλειψης ΑΔΠ και θα συστήσει, εάν χρειάζονται, οποιεσδήποτε αλλαγές στον τρόπο που χρησιμοποιούνται αυτά τα φάρμακα έτσι ώστε να διασφαλιστεί η ασφαλής χρήση τους.
Οι ασθενείς που έχουν απορίες σχετικά με τα φάρμακά τους θα πρέπει να συμβουλεύονται το γιατρό τους και δεν θα πρέπει να διακόπτουν τη λήψη των φάρμακων τους χωρίς να αναζητήσουν ιατρική συμβουλή.