Απάντηση με συγκεκριμένα στοιχεία για την εξέλιξη της θνησιμότητας δίνει στους αρνητές των εμβολίων ο Καθηγητής Πολιτικής της Υγείας στο LSE, Ηλίας Μόσιαλος, με νέα ανάρτησή του στο Facebook.

Συγκεκριμένα αναφέρει:

Η πανδημία του Covid-19 έχει περάσει από πολλές φάσεις που διάφοροι αρνούνται την ύπαρξη ή τις διαστάσεις της. Στην αρχή είχαμε μόνο τους «είναι μια απλή γρίπη». Μετά περάσαμε στο «όπως και με τη γρίπη πεθαίνουν πολλά άτομα κάθε χρόνο, να, δες τα νούμερα». Στη συνέχεια εμφανίστηκαν πιο ‘επιτηδευμένες’ απόψεις και άρθρα που γινόταν συγκρίσεις για τα ποσοστά και τα αίτια θανάτων.

Μπορεί και να θυμάστε τους πίνακες που κυκλοφορούσαν και έδειχναν πως φέτος έχουν πεθάνει τόσοι από καρκίνο, τόσοι από καρδιαγγειακά νοσήματα και τόσοι από τη νόσο του Covid-19. Τότε στην αρχή, που είχαν πεθάνει ‘μόνο’ 200 χιλιάδες άνθρωποι από Covid-19. Άρα τι μας νοιάζει; Είναι απλά άλλη μια ασθένεια. Γιατί όλα αυτά τα μέτρα;

Βέβαια ως αδαείς δεν ξέρουν ή δεν σκέφτηκαν πως δεν μεταδίδονται τα χρόνια νοσήματα ή ο καρκίνος με το συνωστισμό. Αν όμως αφήσουμε τα λοιμώδη νοσήματα χωρίς εμβόλια και θεραπείες θα μεταδοθούν.

Και η ερώτηση σε όλους αυτούς είναι, ξέρουν γιατί ζούμε περισσότερο σε σχέση με όσους ζούσαν ένα αιώνα πριν από εμάς;
Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: λόγω της διαθεσιμότητας των φαρμάκων και των εμβολίων, των εξελίξεων στην ιατρική επιστήμη, καθώς και της πρόληψης μέσω της καλύτερης υγιεινής και της διατροφής.

Ας δούμε λοιπόν τα νούμερα: από τι πεθαίναν οι άνθρωποι τα τελευταία 100 χρόνια; (Στον παρακάτω πίνακα, παραθέτω και τα στοιχεία ανά φύλο)

130753402_211011893848008_5962935315756649054_o

Καταρχήν, σχεδόν έναν αιώνα πριν, το μέσο προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση για έναν άνδρα ήταν τα 48 περίπου χρόνια, ενώ οι γυναίκες ζούσαν περίπου 54 χρόνια. Το 2015 η διάρκεια ζωής ενός άνδρα είχε παραταθεί κατά 31 χρόνια και σχεδόν 29 χρόνια για μια γυναίκα (79,3 και 82,9 αντίστοιχα).

Οι κορυφαίες αιτίες θανάτου στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν πολύ διαφορετικές από σήμερα. Το 1915, οι άνθρωποι πέθαιναν σε μεγάλο αριθμό από λοιμώξεις, αλλά μέχρι το 2015, οι πιο συχνές αιτίες θανάτου σχετίζονται με καρκίνο, καρδιακές παθήσεις ή άλλα αίτια. Αυτό εν μέρει εξηγείται από βελτιώσεις στην κλινική πράξη και στις ιατρικές γνώσεις, που οδήγησαν μεταξύ άλλων και σε ένα πιο ολοκληρωμένο σύστημα ταξινόμησης.

Μεταξύ 1915 και 1945, οι λοιμώξεις ήταν γενικά η κύρια αιτία θανάτου για νέους και μεσήλικες άνδρες και γυναίκες. Για αυτούς ηλικίας 1 έως 4 ετών, οι λοιμώξεις παρέμειναν η κύρια αιτία έως το 2005 (με εξαίρεση το 1975 και το 1985). Υπήρξε μια δραματική μείωση του αριθμού των ανθρώπων που πεθαίνουν από μολυσματικές ασθένειες τον 20ο αιώνα. Η πολιομυελίτιδα, η διφθερίτιδα, ο τέτανος, ο κοκκύτης, η ιλαρά, η παρωτίτιδα και η ερυθρά εξαλείφθηκαν σχεδόν κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, μετά την εισαγωγή του παιδικού εμβολιασμού.

Τα θανατηφόρα περιστατικά που περιλάμβαναν μηχανοκίνητα οχήματα άρχισαν να εμφανίζονται ως κύρια αιτία θανάτου σε νεαρούς άνδρες και γυναίκες το 1945. Ο αριθμός των οδικών θανάτων νέων μπορεί να οφείλεται στην ύπαρξη της συσκότισης κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν τα οχήματα οδηγούσαν στο σκοτάδι. Αυτή η τάση συνεχίστηκε μέχρι το 1985, όπου το ποσοστό των θανάτων από τροχαία ατυχήματα άρχισε να μειώνεται, ίσως λόγω της εισαγωγής υποχρεωτικών ζωνών ασφαλείας το 1983.

Από το 1985 και μετά, άλλα αίτια όπως η κατάχρηση ναρκωτικών ή η αυτοκτονία, ήταν τα κύρια αιτία θανάτου για τους νέους, επηρεάζοντας ιδιαίτερα τους άνδρες περισσότερο από τις γυναίκες.

Εν τω μεταξύ, οι καρδιακές παθήσεις κυριαρχούσαν ως η κύρια αιτία θανάτου για μεσήλικες έως μεγαλύτερης ηλικίας άνδρες από το 1945 και μετά. Μια παρόμοια τάση παρατηρήθηκε στις γυναίκες κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, αλλά σε μεγαλύτερες ηλικίες: οι νεότερες έως και μεσήλικες γυναίκες πέθαιναν συχνότερα από καρκίνο του μαστού.

Τι βλέπουμε δηλαδή; Όχι μόνο έχουν αλλάξει τα αίτια θανάτου με την πάροδο του χρόνου, αλλά και ο αριθμός των ανθρώπων που πεθαίνουν.

Ας δούμε για παράδειγμα την Αγγλία και την Ουαλία. Ο αριθμός των θανάτων στην Αγγλία και την Ουαλία μειώθηκε τον περασμένο αιώνα, ενώ σημειώθηκε αύξηση του πληθυσμού, ιδιαίτερα του αριθμού των ηλικιωμένων.

Τα προγράμματα μαζικού εμβολιασμού εξάλειψαν σε μεγάλο βαθμό ασθένειες που είχαν σκοτώσει χιλιάδες παιδιά μεταξύ του 1915 και του 2015. Η μείωση του αριθμού των θανάτων για τα παιδιά ηλικίας τεσσάρων και κάτω, είναι μια πρωταρχική απεικόνιση της δραματικής αλλαγής της παιδικής θνησιμότητας κατά τη διάρκεια του αιώνα.

Αν δούμε τους βρεφικούς θανάτους (κάτω του ενός έτους), οι θάνατοι ανά 1.000 -ζωντανές- γεννήσεις μειώθηκαν κατά 96,4% από το 1915 έως το 2015. Επίσης, στον πληθυσμό ηλικίας 80 ετών και άνω, ο αριθμός των θανάτων ανά 1.000 άτομα, μειώθηκε κατά 49,3% από το 1915 έως το 2015. Παρατηρήθηκε επίσης σημαντική γήρανση του πληθυσμού κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, με 0,6% του πληθυσμού ηλικίας 80 ετών και άνω το 1915 σε σύγκριση με 4,8% το 2015.

Εκτός από τη μείωση των θανάτων από αερομεταφερόμενες ασθένειες, υπήρχαν βελτιώσεις στη θνησιμότητα που αποδόθηκαν επίσης στην αύξηση του βιοτικού επιπέδου, ιδίως σε βελτιώσεις στη διατροφή και την υγιεινή. 10-20 χρόνια από τώρα, ίσως να ζούμε ακόμα περισσότερο.

Πολλοί, όπως ανέφερα, μπερδεύουν τα χρόνια νοσήματα με τα λοιμώδη μεταδιδόμενα νοσήματα, και δεν καταλαβαίνουν πως αν δεν περιορίσουμε τη διασπορά, θα πάμε πολλές δεκαετίες πίσω. Αυτό μας έδειξε η πανδημία: πως χωρίς εμβόλια και φάρμακα, χάνουμε τη μάχη με τα λοιμώδη νοσήματα.

Επομένως, αν δεν κάναμε τίποτα τώρα, δεν θα είχαμε μόνο 1.6 εκατομμύρια θανάτους μέχρι τώρα: η νόσος του covid-19 θα ήταν η πιο σημαντική κατηγορία θανάτου για χρόνια.

Ένα τραγικό πισωγύρισμα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.