Συνεχίζονται και πάλι οι κλινικές δοκιμές για τη συμβολή της θειικής υδροξυχλωροκίνης στη θεραπεία της νόσου COVID-19 που προκαλεί ο κορωνοϊός SARS-CoV-2. Την απόφαση έλαβε χθες Τετάρτη ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ). Την ίδια ώρα αναστάτωση έχει προκαλέσει ο ρόλος της αμερικανικής εταιρείας Surgisphere Corporation στις μελέτες για το ανθελονοσιακό φάρμακο.
«Πράσινο φως» από τον ΠΟΥ στην υδροξυχλωροκίνη
Τη συνέχιση των κλινικών δοκιμών που αφορούν στην υδροξυχλωροκίνη αποφάσισε χθες ο ΠΟΥ, δίνοντας το «πράσινο» φως στα προγράμματα που είναι σε εξέλιξη σε 17 χώρες και εντάσσονται στη μεγάλη μελέτη SOLIDARITY. Σύμφωνα με τον Γενικό Διευθυντή του ΠΟΥ, κ. Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγιέσους, η Επιτροπή Ασφάλειας του Οργανισμού μετά την ανάλυση «των διαθέσιμων δεδομένων αναφορικά με τη θνησιμότητα» έκρινε ότι «δεν υπάρχει λόγος τροποποίησης του πρωτοκόλλου», ανάφερε χαρακτηριστικά χθες Τετάρτη κατά τη διάρκεια διαδικτυακής συνέντευξης Τύπου.
Υπενθυμίζεται ότι στις 25 Μαΐου είχε ανακοινώσει την προσωρινή εξαίρεση της θειικής υδροξυχλωροκίνης από τη μελέτη SOLIDARITY για τις πιθανές θεραπείες της λοίμωξης που προκαλεί ο νέος κορωνοϊός, μετά από τη δημοσίευση στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό The Lancet ανασκόπησης στοιχείων από πολλά κλινικά κέντρα που κατέληγε στο συμπέρασμα ότι το ανθελονοσιακό φάρμακο σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο θανάτου και καρδιακές αρρυθμίες στους ασθενείς με COVID-19. Στις 26 Μαΐου, σε δεύτερη ανακοίνωση ο ΠΟΥ είχε υποσχεθεί την ταχεία επαναξιολόγηση όλων των διαθέσιμων στοιχείων για την υδροξυχλωροκίνη και έκδοση σχετικού πορίσματος έως τα μέσα Ιουνίου, σημειώνοντας ωστόσο ότι «οι χιλιάδες ασθενείς στις 17 χώρες που συμμετέχουν στη μελέτη και έχουν ήδη ξεκινήσει τη χρήση υδροξυχλωροκίνης, μπορούν να ολοκληρώσουν τη θεραπεία τους».
Χθες λοιπόν 3 Ιουνίου, μετά από εισήγηση της αρμόδιας γνωμοδοτικής επιτροπής αποφασίστηκε η επανέναρξη των κλινικών δοκιμών που αφορούν στο ανθελονοσιακό φάρμακο, το οποίο από την αρχή της πανδημίας προτιμήθηκε από τους επιστήμονες έναντι άλλων φαρμάκων, λόγω χαμηλού οικονομικού κόστους, ευκολίας στη χορήγηση (λαμβάνεται από του στόματος) και ικανοποιητικών αποτελεσμάτων συνδυαστικά με αζυθρομυκίνη.
Η μελέτη που αμαύρωσε την φήμη της υδροξυχλωροκίνης
Στις 22 Μαΐου το έγκριτο επιστημονικό περιοδικό The Lancet δημοσίευσε τη μελέτη παρατήρησης με τίτλο ‘Hydroxychloroquine or chloroquine with or without a macrolide for treatment of COVID-19: a multinational registry analysis’, και επικεφαλής τον Δρ. Mandeep Mehra, η οποία αφορούσε ανάλυση δεδομένων από 96.000 νοσηλευόμενους ασθενείς σε 671 νοσοκομεία παγκοσμίως, την περίοδο Δεκεμβρίου 2019 – Απριλίου 2020. Στόχος της μελέτης ήταν η σύγκριση μεταξύ των ασθενών που είχαν λάβει υδροξυχλωροκίνη και όσων δεν είχαν λάβει το εν λόγω φάρμακο. Εν τέλει η μελέτη κατέληγε στο συμπέρασμα του αυξημένου κινδύνου θανάτου και αυξημένης συχνότητας καρδιακής αρρυθμίας στους ασθενείς με COVID-19 που είχαν λάβει υδροξυχλωροκίνη.
Τα αποτελέσματα αυτά ήταν αρκετά για να ωθήσουν τον ΠΟΥ να αποφασίσει την προσωρινή εξαίρεση του φαρμάκου από τη μελέτη SOLIDARITY στις 25 Μαΐου και να ακολουθήσουν ανάλογες αποφάσεις σε πολλές χώρες.
Αμφισβήτηση της εγκυρότητας της μελέτης
Ωστόσο στις 28 Μαΐου δεκάδες επιστήμονες από όλο τον κόσμο που συνυπέγραφαν ανοικτή επιστολή αμφισβήτησαν ευθέως την εγκυρότητα της μελέτης αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «ανησυχίες συνδεόμενες τόσο με τη μεθοδολογία, όσο και με την ακεραιότητα των δεδομένων».
Αξίζει να σημειωθεί ότι, ο εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας για τον νέο κορωνοϊό, καθηγητής Λοιμωξιολογίας κ. Σωτήρης Τσιόδρας, στην τελευταία on camera ενημέρωση, στις 26 Μαΐου είχε πει χαρακτηριστικά ότι «θα πρέπει να προκύψουν περισσότερα στοιχεία από τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες που θα αναδεικνύουν τις διαφορές με βάση τη θεραπεία και θα περιορίζεται η πιθανότητα σφάλματος. Η έρευνα που δημοσιεύθηκε στο The Lancet και οδήγησε στην προσωρινή εξαίρεση της υδροξυχλωροκίνης από τη SOLIDARITY του ΠΟΥ είναι μια μελέτη παρατήρησης που δεν έχει ομοιογένεια ως προς τα στοιχεία που αξιολογεί».
Η μελέτη παρατήρησης συνήθως εστιάζει στην παρατήρηση μιας ομάδας ανθρώπων ή στην αξιολόγηση στοιχείων χωρίς παρέμβαση, δηλαδή στην προκείμενη περίπτωση χορήγηση θεραπείας. Αντιθέτως μιας τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη κλινική μελέτη συνεπάγεται τη χορήγηση θεραπείας σε μια ομάδα και τη σύγκριση της αγωγής με μια δεύτερη ομάδα που δεν έχει λάβει ίδια ή καθόλου θεραπεία.
Ο Δρ. Mandeep Mehra, επικεφαλής της συντακτικής ομάδας της επίμαχης μελέτης είχε βασιστεί, λοιπόν, σε δεδομένα που είχε συλλέξει και ταξινομήσει η αμερικανική εταιρεία Surgisphere Corporation. Και δεν είχε διενεργήσει τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη κλινική δοκιμή. Η ανομοιογένεια των στοιχείων και τα μεθοδολογικά προβλήματα που είχαν επισημάνει στην ανοικτή επιστολή τους προς το The Lancet άλλοι έγκριτοι επιστήμονες, ώθησε την εκδοτική ομάδα του επιστημονικού περιοδικού να επαναξιολογήσει την έρευνα.
Εν τέλει, την Τρίτη 2 Ιουνίου το The Lancet έδωσε στη δημοσιότητα ειδική επιστολή έκφρασης ανησυχίας (expression of concern letter). Μια τέτοιου είδους επιστολή εκδίδεται συνήθως για να ευαισθητοποιήσει τους αναγνώστες ότι ένα άρθρο μπορεί να είναι αναξιόπιστο. Μπορεί, επίσης, να είναι πρόδρομος της πλήρους ανάκλησης ενός άρθρου, αλλά όχι πάντα.
Η επιστολή αναφέρει τα εξής:
«Έχουν προκύψει σημαντικά επιστημονικά ερωτήματα σχετικά με τα δεδομένα που αναφέρθηκαν στη μελέτη των Mandeep Mehra et al. – Hydroxychloroquine or chloroquine with or without a macrolide for treatment of COVID-19: a multinational registry analysis – που δημοσιεύθηκε στο The Lancet στις 22 Μαΐου 2020. Παρόλο που έχει ξεκινήσει ανεξάρτητος έλεγχος για την προέλευση και την εγκυρότητα των δεδομένων από τους συγγραφείς που δεν σχετίζονται με την Surgisphere και με τα αποτελέσματα να αναμένονται πολύ σύντομα, εκδίδουμε ‘Έκφραση Ανησυχίας’ για να προειδοποιήσουμε τους αναγνώστες για το γεγονός ότι έχουν τεθεί σοβαρά επιστημονικά ερωτήματα στην προσοχή μας. Θα σας ενημερώσουμε σχετικά με αυτήν την ειδοποίηση μόλις έχουμε περισσότερες πληροφορίες».
Παρόμοια επιστολή ανησυχίας εξέδωσε και το New England Journal of Medicine καθώς έχει δημοσιεύσει επίσης μελέτη βασισμένη σε στοιχεία από την Surgisphere.
Στο μάτι του κυκλώνα η Surgisphere Corporation
Το βάρος λοιπόν τώρα έχει μετατοπιστεί στην αμερικανική εταιρεία Surgisphere και στις πρακτικές της ως προς τη συλλογή και ταξινόμηση των επιστημονικών δεδομένων αναφορικά με την πανδημία της COVID-19. Ο ιδρυτής της, πάντως, Dr. Sapan Desai, σε δηλώσεις του στο AFP χθες είπε χαρακτηριστικά: «είμαστε υπερήφανοι που συμβάλαμε στις εργασίες για την COVID-19 σε αυτήν την περίοδο αβεβαιότητας».
Ωστόσο, οι δημοσιογραφικές πληροφορίες που έρχονται από χθες στο φως της δημοσιότητας αναφορικά με την Surgisphere δημιουργούν προβληματισμό αναφορικά με την αξιοπιστία του επιστημονικού δυναμικού της και τη μεθοδολογία συλλογής των δεδομένων της μελέτης του Δρ. Mandeep Mehra και άλλων επιστημονικών ομάδων. Η βρετανική εφημερίδα The Guardian υποστηρίζει ότι τα δεδομένα φαίνεται να έχουν συγκεντρωθεί νόμιμα από περισσότερα από 1.000 νοσοκομεία παγκοσμίως. Επίσης, στα ίδια στοιχεία φαίνεται ότι έχει στηριχθεί και άλλη έρευνα που δημοσιεύθηκε στο New England Journal of Medicine. Στις δύο αυτές μελέτες συνυπογράφων στη συντακτική ομάδα αναφέρεται και ο ιδρυτής της Surgisphere.
Σύμφωνα με την εφημερίδα, οι συγκεκριμένες μελέτες προκάλεσαν αλλαγές στα υγειονομικά πρωτόκολλα σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, καθώς και στην απόφαση του ΠΟΥ και άλλων ερευνητικών ομάδων ανά τον κόσμο για προσωρινή διακοπή των κλινικών μελετών για την αποτελεσματικότητα της υδροξυχλωροκίνης.
Το «ιδιαίτερο» προσωπικό της Surgisphere
Η εταιρεία όμως εγκαλείται όχι μόνο για τις πρακτικές της ως προς τη διαχείριση ευαίσθητων δεδομένων που αφορούν στην υγεία, αλλά και για τα πέντε άτομα προσωπικό που απασχολεί. Από τα μέχρι τώρα στοιχεία προκύπτει ότι αυτοί οι λιγοστοί εργαζόμενοι έχουν μικρό ή ανύπαρκτο υπόβαθρο τόσο στη συλλογή δεδομένων όσο και επιστημονική κατάρτιση. Ένας εργαζόμενος που φέρεται να είναι επιστημονικός συντάκτης είναι τελικά συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας, ενώ μια άλλη υπάλληλος-στέλεχος μάρκετινγκ είναι στην πραγματικότητα μοντέλο και διοργανώτρια εκδηλώσεων. Παρόλα αυτά η Surgisphere υποστηρίζει ότι «τρέχει» μία από τις μεγαλύτερες βάσεις νοσοκομειακών δεδομένων στον κόσμο.
Τι απαντά σε όσα της καταλογίζουν αναφορικά με τη μελέτη
Στην απαντητική επιστολή που εξέδωσε η εταιρεία αναφέρει χαρακτηριστικά ότι παρέχει στους κλινικούς ερευνητές «μια βάση δεδομένων που επικαιροποιείται σε πραγματικό χρόνο και αφορά σε άνω των 240 εκατομμυρίων ανώνυμους ασθενείς από περισσότερους από 1.200 οργανισμούς υγειονομικής περίθαλψης σε 45 χώρες».
Και συμπληρώνει αναφορικά με την επίμαχη μελέτη για την υδροξυχλωροκίνη: «Ευχαριστούμε την επιστημονική κοινότητα για τη δέσμευσή της στην ακεραιότητα των δεδομένων και για την επισήμανση της ευκαιρίας να αναθεωρήσουμε και να αποσαφηνίσουμε τη μελέτη μας.
Από την αρχική δημοσίευση στο The Lancet, ανακαλύψαμε ότι ένα νοσοκομείο που εντάχθηκε στο μητρώο μας την 1η Απριλίου 2020 (μεταξύ των τριμηνιαίων περιόδων ελέγχου μας) αυτοπροσδιορίστηκε ότι ανήκει στην Αυστραλασία. Κατά την εξέταση των δεδομένων από κάθε ένα από τα νοσοκομεία στο μητρώο αυτό, παρατηρήσαμε ότι αυτό το νοσοκομείο θα έπρεπε να έχει ενταχθεί σωστότερα στην ασιατική ήπειρο. Αυτό το νοσοκομείο αναταξινομήθηκε σωστά στη βάση δεδομένων μας. Τα ευρήματα της εργασίας δεν επηρεάζονται από αυτήν την ενημέρωση.
Διαπιστώσαμε ότι στην αρχική δημοσίευση, ένας από τους πίνακες δεδομένων μας με ταιριασμένα και σταθμισμένα δεδομένα βαθμολογίας, παρερμηνεύθηκε ως ανεπεξέργαστα δεδομένα, τα οποία, εάν είναι ανεπεξέργαστα, θα κάνουν τα δεδομένα να φαίνονται υπερβολικά ομοιογενή. Ενώ τα δεδομένα ήταν ακριβή, παρέχουμε στο The Lancet και στον ενημερωμένο πίνακα μη προσαρμοσμένα δεδομένα για να βοηθήσουμε στην επίλυση της σύγχυσης. Δεν υπήρχε σφάλμα στην ανάλυση και κανένα από τα αποτελέσματα της εργασίας δεν επηρεάζεται».
Και η απάντηση της Surgisphere καταλήγει αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι, «ένας ανεξάρτητος ακαδημαϊκός έλεγχος που σχετίζεται με τα άρθρα μας στο New England Journal of Medicine και το The Lancet θα φέρει περαιτέρω διαφάνεια στο έργο μας, θα αναδείξει περαιτέρω την ποιότητα της δουλειάς μας και θα συνεχίσει να αξίζει η δουλειά μας την εμπιστοσύνη των συναδέλφων μας. Αυτή η διαδικασία θα ακολουθήσει αυστηρά όρια, καθώς σχετίζεται με τις συμφωνίες χρήσης δεδομένων, μεταξύ άλλων. Διεξάγουμε έναν τέτοιο ανεξάρτητο έλεγχο χωρίς καμιά βιασύνη διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τη συμμόρφωση στα διάφορα νομικά και κανονιστικά ζητήματα».
«Σαρώνει» η πανδημία στη Βραζιλία: Νέο θλιβερό ρεκόρ με 1.349 θανάτους το τελευταίο 24ωρο