Πόσο έχει αλλάξει η ζωή μας μετά το lockdown για τον περιορισμό εξάπλωσης της COVID-19; Πόσο έτοιμοι είμαστε, τόσο οι πολίτες όσο και η πολιτεία, να υιοθετήσουμε συνήθειες και κανόνες που ίσως απέχουν από την προηγούμενη κανονικότητα αλλά μπορούν να μας κρατήσουν ασφαλείς όσο διαρκεί η πανδημία; Γνωρίζουμε τα βήματα για να το πετύχουμε αυτό;
Τέσσερις μήνες μετά την εμφάνιση των πρώτων αναφορών από την Ουχάν της Κίνας για το νέο κορωνοϊό που προκαλεί την ασθένεια COVID-19, περισσότεροι από 4.000.000 άνθρωποι παγκοσμίως έχουν μολυνθεί και 276.000 από αυτούς έχουν χάσει τη ζωή τους. Στην Ελλάδα η εξάπλωση της νόσου ήταν πιο αργή και πιο περιορισμένη σε σύγκριση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Έως τις 10 Μαΐου, η χώρα είχε 2.716 επιβεβαιωμένα κρούσματα και 151 θανάτους, από τα χαμηλότερα ποσοστά στην ΕΕ, εν πολλοίς χάρη στα έγκαιρα και αυστηρά μέτρα περιορισμού της εξάπλωσης του ιού και στα υψηλά επίπεδα συμμόρφωσης των πολιτών.
Τώρα, με την ορμή της πανδημίας να δείχνει σημάδια επιβράδυνσης σε όλη την Ευρώπη, το επόμενο «στοίχημα» που καλούμαστε να κερδίσουμε είναι η σταδιακή επανεκκίνηση της κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας, που ξεκίνησε και στην Ελλάδα από τις 4 Μαΐου και συνεχίζεται αυτή την εβδομάδα με προσαρμογή των μέτρων περιορισμού της πανδημίας.
Το Κέντρο Κλινικής Επιδημιολογίας και Έκβασης Νοσημάτων – CLEO (cleoresearch.org) παρουσιάζει έναν «οδικό χάρτη» με βασικά, απαραίτητα βήματα που πρέπει να ακολουθούν πολίτες και πολιτεία σε κάθε χώρα, βάσει των κατευθυντήριων οδηγιών που δίνουν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Εταιρεία Λοιμωδών Νοσημάτων της Αμερικής (IDSA) και οι γιατροί σε όλο τον κόσμο, ώστε να πορευτούμε σε αυτή τη μεταβατική περίοδο με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια.
Συγχρονισμός και παρακολούθηση. Η άρση των μέτρων πρέπει να βασίζεται σε αυστηρά επιστημονικά κριτήρια και πρέπει να πραγματοποιείται σταδιακά. Για τη χαλάρωση των μέτρων περιορισμού, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσδιορίζει τα παρακάτω κριτήρια ως απαραίτητα:
- Επιδημιολογικά στοιχεία που δείχνουν ότι η εξάπλωση της νόσου έχει μειωθεί και σταθεροποιηθεί,
- Επαρκής ικανότητα διαχείρισης από το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης και
- Ικανότητα επιτήρησης για ιχνηλάτηση, εντοπισμό και απομόνωση μολυσμένων από τον ιό ατόμων.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ο ΠΟΥ υπογραμμίζουν ότι η άρση των μέτρων πρέπει να γίνεται σε φάσεις, με επαρκή χρονικά διαστήματα μεταξύ αυτών. Τέλος, θα πρέπει χώρες και πολίτες να είναι προετοιμασμένοι για νέους περιορισμούς αν αυτοί κριθούν απαραίτητοι.
Σε άρθρο τους στο περιοδικό της Αμερικανικής Ιατρικής Ένωσης (JAMA), ο καθηγητής του Χάρβαρντ Δρ. Rochelle Walensky και οι συνεργάτες του σημειώνουν ότι νέες στρατηγικές, όπως θερμόμετρα που συνδέονται με το Διαδίκτυο, ειδικά applications για την ανίχνευση συμπτωμάτων και τήρηση της κοινωνικής απόστασης «θα μπορούσαν να γίνουν ένα νέο πρότυπο για την παρακολούθηση της νόσου».
Συντονισμός και επικοινωνία. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε συντονισμό μεταξύ των κρατών-μελών και, τουλάχιστον, επικοινωνία και συζήτηση σχετικά με τις διάφορες αποφάσεις που μπορούν να λάβουν τα κράτη-μέλη για την άρση των μέτρων περιορισμού. Οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την κατάσταση εξάπλωσης σε γειτονικές χώρες. Ο ΠΟΥ προτείνει τη λήψη μέτρων σε αεροδρόμια και λιμάνια, όπως έλεγχος εισόδου και εξόδου και επαρκείς υποδομές για να τίθενται σε καραντίνα τυχόν ασθενείς ή άλλοι επιβάτες. Παράλληλα, μια ενδιαφέρουσα πρακτική για την παρακολούθηση και το συντονισμό της άρσης των μέτρων αποτελεί η σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, όπως έχει συστήσει για τις ΗΠΑ η Εταιρεία Λοιμωδών Νοσημάτων της Αμερικής (IDSA). Τέλος, ο ΠΟΥ υπογραμμίζει τη σημασία μιας σαφούς, άμεσης, συνεπούς επικοινωνίας μεταξύ των υπευθύνων λήψης αποφάσεων και του κοινού σε όλα τα στάδια της αντίδρασης στην πανδημία.
Τεστ. Τα τεστ είναι απαραίτητο εργαλείο για την ασφαλή άρση των μέτρων περιορισμού και πρέπει να είναι μαζικά, γρήγορα, ακριβή και συνεχή. Τεστ που ανιχνεύουν αντισώματα που υπάρχουν στο αίμα όταν το σώμα αντιδρά σε λοίμωξη, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ευρέως για την εκτίμηση του βαθμού μόλυνσης σε έναν πληθυσμό και για την καθοδήγηση των αποφάσεων που αφορούν τη δημόσια υγεία. Τα τεστ αλυσιδωτής αντίδρασης πολυμεράσης (PCR), τα οποία ανιχνεύουν το ίδιο το αντιγόνο, πρέπει να είναι προσβάσιμα και διαθέσιμα σε όλους. Εξετάσεις πρέπει να χορηγούνται αμέσως σε οποιονδήποτε εμφανίζει συμπτώματα της COVID-19, καθώς και να διενεργούνται τακτικά σε ασυμπτωματικά άτομα, προκειμένου να ελέγχεται και η ασυμπτωματική μετάδοση. Ο καθηγητής του Χάρβαρντ Δρ. Walensky και οι συνεργάτες του προτείνουν: «Στρατηγικές όπως τα τεστ στο σπίτι θα πρέπει να υιοθετηθούν προκειμένου να μπορούν οι άνθρωποι να αυτοελέγχονται όποτε είναι απαραίτητο». Η ISDA συνιστά «τη διαμόρφωση υποδομών για ασφαλή και γρήγορα τεστ, που δεν διαταράσσουν τη λειτουργία των δομών υγειονομικής περίθαλψης (π.χ. drive-through τεστ ή προσωρινά σημεία ελέγχου)».
Τήρηση κοινωνικής απόστασης. Για το άμεσο μέλλον, πιθανότατα έως την ανάπτυξη μιας αποτελεσματικής θεραπείας ή εμβολίου για την COVID-19, κάποιος βαθμός κοινωνικής απόστασης θα συνεχίσει να απαιτείται. Οι μαζικές συγκεντρώσεις πρέπει να αποθαρρύνονται ή να απαγορεύονται, τουλάχιστον έως την ολοκλήρωση της άρσης των περιοριστικών μέτρων. Οι άνθρωποι πρέπει να ενθαρρύνονται να εργάζονται από το σπίτι όπου είναι δυνατόν και οι επιχειρήσεις κάθε είδους πρέπει να προσαρμόζονται στη διάχυτη πυκνότητα, π.χ. χωρίζοντας γραφεία ή κοινόχρηστους χώρους, υιοθετώντας κλιμακωτές βάρδιες και περιορίζοντας τον αριθμό των ατόμων που επιτρέπονται μέσα σε καταστήματα ή εστιατόρια. Ο ΠΟΥ επισημαίνει ότι «πρέπει να διατηρηθούν ατομικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων ιατρικών μασκών για συμπτωματικά άτομα, απομόνωση και θεραπεία ασθενών, καθώς και μέτρα υγιεινής (υγιεινή χεριών, βήξιμο στο εσωτερικό του αγκώνα κ.λπ.)».
Φροντίδα ευάλωτων πληθυσμών. Ο Δρ. Walensky και οι συνεργάτες του σημειώνουν ότι «η COVID-19 μετατράπηκε γρήγορα σε μια ασθένεια των κοινωνικά ευάλωτων» και υποστηρίζει ότι η κοινωνική δικαιοσύνη πρέπει να αποτελεί βασικό συστατικό των μέτρων κατά της εξάπλωσης του ιού. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί σε θέματα ευάλωτων ή μειονοτικών ομάδων, όπως η δυσκολία της κοινωνικής απομόνωσης για όσους ζουν σε καταυλισμούς και σε άλλα συνωστισμένα περιβάλλοντα, ή για τους άστεγους. Οι ευάλωτοι πληθυσμοί περιλαμβάνουν επίσης αυτούς που διατρέχουν τον υψηλότερο ιατρικό κίνδυνο, όπως οι ηλικιωμένοι, ιδίως εκείνοι που βρίσκονται σε εγκαταστάσεις μακροχρόνιας περίθαλψης και άτομα με υποκείμενα νοσήματα. Ο ΠΟΥ θεωρεί ότι «η προστασία των ευάλωτων πληθυσμών πρέπει να είναι κεντρική προτεραιότητα για να ληφθεί η απόφαση διατήρησης ή άρσης ενός μέτρου».
Επένδυση στη δημόσια υγεία. Η ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού και η αύξηση των πόρων για τη δημόσια υγεία είναι καθοριστικής σημασίας για την επιτυχία όλων των παραπάνω μέτρων, από την ιχνηλάτηση έως τα μαζικά τεστ. Η ISDA, ο ΠΟΥ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητούν την αύξηση τόσο της δυναμικότητας των εθνικών συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης όσο και των αποθεμάτων προσωπικού προστατευτικού εξοπλισμού και μέσων υγειονομικής φροντίδας. Η ISDA συνιστά συγκεκριμένα «μαζικές επενδύσεις με στόχο την ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού της δημόσιας υγείας για τη διεξαγωγή τεστ, την ιχνηλάτηση επαφών, το συντονισμό και την υποστήριξη των δομών υγειονομικής περίθαλψης». Από την πλευρά του, ο ΠΟΥ υπογραμμίζει τη σημασία της κατάρτισης των εργαζομένων στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, πέρα από την παροχή προσωπικού προστατευτικού εξοπλισμού. Και ενώ οι εκτιμήσεις για το κόστος της απαιτούμενης επένδυσης στα εθνικά συστήματα υγειονομικής περίθαλψης μπορεί να είναι μεγάλες, ο Walensky και οι συνεργάτες του σημειώνουν με νόημα ότι «το κόστος αυτό ωχριά σε σύγκριση με το εκθετικά πολλαπλάσιο κόστος από το συνεχιζόμενο lockdown που επιβάλλει ενδεχόμενη αδυναμία του συστήματος να διαχειριστεί την πανδημία».