Η κετογονική διατροφή, στην οποία το 90% των θερμίδων προέρχεται από λιπαρά και πρωτεΐνες και μόλις το 1% από υδατάνθρακες, βραχυπρόθεσμα μπορεί να προσφέρει οφέλη στην υγεία, αλλά σε διάστημα που ξεπερνά τη μια εβδομάδα οι επιπτώσεις της μπορεί να είναι αρνητικές, υποστηρίζει μια μελέτη ερευνητών του Yale που δημοσιεύθηκε στο Nature Metabolism.

Τα αποτελέσματα της μελέτης, που διεξήχθη σε ποντίκια, παρέχουν πρώιμες ενδείξεις ότι η κετογονική διατροφή θα μπορούσε, για περιορισμένες χρονικές περιόδους, να βελτιώσει την υγεία του ατόμου μειώνοντας τον κίνδυνο διαβήτη και φλεγμονής.

Πιο αναλυτικά, οι ερευνητές του Yale βρήκαν ότι τόσο οι θετικές όσο και οι αρνητικές επιδράσεις αυτής της διατροφής σχετίζονται με ένα τύπο ανοσοκυττάρων, τα γδ Τ κύτταρα, που προστατεύουν τους ιστούς και μειώνουν τον κίνδυνο διαβήτη και φλεγμονής.

Πώς λειτουργεί η κετογονική διατροφή
Η κετογονική διατροφή ωθεί το σώμα να κάψει λίπος. Όταν τα επίπεδα γλυκόζης στο σώμα μειώνονται λόγω της χαμηλής περιεκτικότητας της διατροφής σε υδατάνθρακες, ο οργανισμός λειτουργεί σαν να βρίσκεται σε κατάσταση πείνας και ξεκινά να καίει λίπος αντί για υδατάνθρακες. Η διαδικασία αυτή με τη σειρά της παράγει χημικές ουσίες που λέγονται κετόνες, ως εναλλακτική πηγή ενέργειας. Όταν το σώμα καίει κετόνες, τα προστατευτικά για τους ιστούς γδ Τ κύτταρα εξαπλώνονται.

Η διαδικασία αυτή μειώνει τον κίνδυνο διαβήτη και φλεγμονής και βελτιώνει τον μεταβολισμό του σώματος. «Μετά από μία εβδομάδα κετογονικής διατροφής, τα ποντίκια παρουσίασαν μείωση στα επίπεδα του σακχάρου του αίματος και της φλεγμονής», ανέφερε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Yale, Δρ. Vishwa Deep Dixit.

Οι αρνητικές επιδράσεις ξεκινούν όταν το σώμα βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση «εικονικής πείνας», όπου η αποθήκευση του λίπους συμβαίνει ταυτόχρονα με τη διάσπασή του. Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, όταν τα ποντίκια συνέχιζαν να ακολουθούν τη διατροφή με πολλά λιπαρά και λίγους υδατάνθρακες για διάστημα μεγαλύτερο της μίας εβδομάδας, κατανάλωναν περισσότερα λιπαρά από όσα έκαιγαν, με αποτέλεσμα να εμφανίσουν διαβήτη και παχυσαρκία.

Σε κάθε περίπτωση, μακροχρόνιες κλινικές μελέτες σε ανθρώπους κρίνονται απαραίτητες για την εξακρίβωση των ισχυρισμών περί των οφελών της κετογονικής διατροφής στην υγεία. «Πριν από τη χορήγηση οποιασδήποτε τέτοιας διατροφής, πρέπει πραγματοποιηθεί μια εκτενής κλινική μελέτη σε ελεγχόμενες συνθήκες για να κατανοήσουμε τους μηχανισμούς πίσω από τα μεταβολικά και ανοσολογικά οφέλη ή τις πιθανές βλάβες σε ανθρώπους που είναι υπέρβαροι ή σε προδιαβητικό στάδιο», καταλήγει ο Δρ. Dixit.