Καθετί που τρώμε μπορεί να αυξήσει ή να μειώσει τη φλεγμονή. Η επίδραση της διατροφής στη φλεγμονή αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια. Στα τέλη του 2014 ο πρώτος επιστημονικός διατροφικός δείκτης φλεγμονής παρουσιάστηκε στο Ετήσιο Ερευνητικό Συνέδριο του AICR. Αυτός ο δείκτης είναι ένα εργαλείο σχεδιασμένο να προβλέπει πώς η διατροφή ενός ατόμου συνδέεται με τη φλεγμονή και με τους σχετικούς με τη φλεγμονή κινδύνους για την υγεία. Η ομάδα που δημιούργησε τον δείκτη ήταν από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας και όπως τόνισε η Σούζαν Ε. Στεκ, καθηγήτρια και μία από τις συγγραφείς των σχετικών μελετών, «τώρα αρχίζουμε να βλέπουμε ότι η διατροφή αυξάνει τη φλεγμονή και ότι οι φλεγμονώδεις επιδράσεις της διατροφής σχετίζονται με τον καρκίνο του εντέρου και του ορθού».
Τα αποτελέσματά τους έδειξαν ότι η διατροφή που είναι πλούσια σε τζίντζερ, σε ωφέλιμα λιπαρά, ψάρια, ξηρούς καρπούς και καροτενοειδή από πράσινα, φυλλώδη λαχανικά συμβάλλει σε μία αντιφλεγμονώδη δράση που έχει ως αποτέλεσμα τον μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του εντέρου και του ορθού.
Ο δείκτης που ανέπτυξαν περιλαμβάνει τροφές που έχει αποδειχτεί ότι επηρεάζουν τα επίπεδα της C-αντιδρώσας πρωτεΐνης (GRP) και άλλους δείκτες φλεγμονής. Μία ανάλυση της Μελέτης Υγείας Γυναικών της Αϊόβα έδειξε ότι οι γυναίκες που ακολουθούσαν διατροφή που προωθούσε τη φλεγμονή είχαν τουλάχιστον 20% μεγαλύτερο κίνδυνο να εκδηλώσουν καρκίνο του εντέρου και του ορθού από εκείνες που ακολουθούσαν πιο αντιφλεγμονώδη διατροφή.
Τα ευρήματα της ομάδας της Νότιας Καλιφόρνια οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η δυτική διατροφή που είναι πλούσια σε ζάχαρη, τηγανητά φαγητά, λιπαρά γαλακτοκομικά προϊόντα και επεξεργασμένα δημητριακά σχετίζεται με αυξημένα επίπεδα φλεγμονής που αντικατοπτρίζονται στα υψηλά επίπεδα CRP και ιντερλευκίνης-6 (IL-6), δείκτες φλεγμονής στον οργανισμό.