Τα μέτρα περιορισμού που εφαρμόστηκαν σε όλο τον κόσμο λόγω της πανδημίας COVID-19 έχουν επηρεάσει αρνητικά τη διατροφή, τον ύπνο και τη σωματική δραστηριότητα των παιδιών που ήταν παχύσαρκα, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου του Μπάφαλο, στη Λουιζιάνα και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Obesity.

Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε πριν λίγο καιρό, εξέτασε 41 υπέρβαρα παιδιά που βρίσκονταν υπό περιορισμό κατά τη διάρκεια του Μαρτίου και του Απριλίου στη Βερόνα της Ιταλίας. Σε σύγκριση λοιπόν με ό,τι έκαναν τα παιδιά στην προ κορωνοϊού εποχή, τα παιδιά έτρωγαν ένα επιπλέον γεύμα την ημέρα -δηλαδή περισσότερες θερμίδες- και καθόντουσαν πέντε ώρες την ημέρα μπροστά από οθόνες τηλεφώνων ή υπολογιστών, ενώ αύξησαν την κατανάλωση κόκκινου κρέατος, ζαχαρούχων ποτών και έτοιμων φαγητών.

Η σωματική δραστηριότητα, από την άλλη πλευρά, μειώθηκε περισσότερο από δύο ώρες την εβδομάδα, ενώ η ποσότητα των λαχανικών που κατανάλωναν τα παιδιά αυτά παρέμεινε αμετάβλητη. Όπως καταλαβαίνετε αυτές οι συνθήκες είχαν αρνητικές επιπτώσεις στα παιδιά και στους εφήβους που είχαν ήδη παραπάνω κιλά, πριν ξεκινήσει η μεγάλη περιπέτεια της πανδημίας και ο τρόπον τινά εγκλεισμός.

Τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν την αρνητική αλλαγή στην ένδειξη της ζυγαριάς, υποδεικνύοντας ότι για τα παιδιά με παχυσαρκία, η σχολική ρουτίνα είναι καλύτερη και για να διατηρούνται τα παιδιά στο σωστό σωματικό βάρος. Το ζητούμενο είναι ότι τα παιδιά και οι έφηβοι συνήθως κερδίζουν περισσότερο βάρος κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών από ό, τι κατά τη σχολική χρονιά κάτι που μπορεί να φέρει ακόμη χειρότερα αποτελέσματα.

«Ανάλογα με τη διάρκεια του περιορισμού στο σπίτι, το υπερβολικό βάρος που αποκτήθηκε μπορεί να μην είναι εύκολα αναστρέψιμο και μπορεί να συμβάλει στην παχυσαρκία κατά την ενηλικίωση, εάν δεν αποκατασταθούν υγιεινές συμπεριφορές», αναφέρεται στη μελέτη. Για αυτό και οι ειδικοί προτείνουν εκτός από εγρήγορση των γονιών, και προγράμματα τηλεϊατρικής για συμβουλευτική διατροφική καθοδήγηση σε αντίστοιχες καταστάσεις, οι οποίες ενδεχομένως επανέλθουν.