Τα κεράσια έχουν σχετικά μικρή εποχικότητα σε σύγκριση με άλλα φρούτα, καθώς βρίσκονται στην εποχή τους του καλοκαιρινούς μήνες μεταξύ Ιουνίου και Αυγούστου.
«Το βασικότερο διατροφικό χαρακτηριστικό των κερασιών είναι η υψηλή περιεκτικότητά τους σε πολύτιμα αντιοξειδωτικά, τις ανθοκυανίνες. Οι ανθοκυανίνες, στις οποίες μάλιστα το κεράσι οφείλει το ζωηρό του χρώμα, έχουν έντονη αντιοξειδωτική και αντιφλεγμονώδη δράση, προστατεύοντας τα κύτταρα του σώματος από τη φθορά και κατ΄ επέκταση τον οργανισμό από την εμφάνιση χρονίων νοσημάτων και ανακουφίζοντας από τη φλεγμονή και τον πόνο. Σε αυτές τις ουσίες έχουν αποδοθεί και σημαντικά οφέλη υγείας του κερασιού καθώς και του χυμού του» μας εξηγεί η κλινική διαιτολόγος – διατροφολόγος κ. Κωσταλένια Καλλιανιώτη.
Εκτός όμως από ανθοκυανίνες, τα κράσια περιέχουν και έναν σημαντικό εκπρόσωπο μίας άλλης μεγάλης κατηγορίας αντιοξειδωτικών (καροτενοειδή), το β-καροτένιο. Το β-καροτένιο, εκτός του ότι προστατεύει κι εκείνο το σώμα μας από το οξειδωτικό στρες, έχει φανεί από μελέτες ότι ενισχύει το ανοσοποιητικό μας σύστημα και συμβάλλει στη σωστή λειτουργία του αναπαραγωγικού μας συστήματος.
Επιπλέον, τα κεράσια αποτελούν σημαντική πηγή φυτικών ινών, οι οποίες είναι απαραίτητες για την καλή λειτουργία του εντέρου, ενώ παράλληλα έχει φανεί ότι εμφανίζουν ευεργετική δράση και ενάντια σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, η υπερχοληστερολαιμία και ορισμένες μορφές καρκίνου, κυρίως του γαστρεντερικού συστήματος.
Αξιοσημείωτη είναι επίσης και η περιεκτικότητα του κερασιού σε κάλιο, ενός ιχνοστοιχείου που συμβάλλει στη διατήρηση υγιούς αρτηριακής πίεσης. Τέλος, τα κεράσια είναι πλούσια σε βιταμίνη C, η οποία είναι γνωστή για τη συμβολή της στην ενδυνάμωση της φυσικής μας άμυνας και η οποία αυξάνει ακόμη περισσότερο την αντιοξειδωτική ικανότητα του φρούτου.
Ουσιαστικά οι τύποι των κερασιών χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, το γλυκό κεράσι (Prunus avium) και το ξινό κεράσι (Prunus cerasus), το γνωστό σε όλους μας και ως βύσσινο.
Πλήθος ερευνών αποδίδουν στα κεράσια αντιφλεγμονώδη καθώς και αντικαρκινική δράση, ενώ η κατανάλωσή τους συσχετίζεται ακόμη με τη μείωση του ουρικού οξέος, καθώς και με τη ρύθμιση των επιπέδων χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων στο αίμα.