Η δημοφιλής κετογονική διατροφή ή δίαιτα keto που μειώνει κατά πολύ τους υδατάνθρακες και δίνει έμφαση στην κατανάλωση πρωτεϊνών και λίπους θεωρείται ότι ευνοεί την καύση λίπους. Σύμφωνα όμως με νέα μικρή έρευνα μπορεί επίσης να αλλάζει άρδην και το μικροβίωμα του στομάχου.
Πρόκειται για θετικές αλλαγές καθώς αυτές οι τροποποιήσεις του μικροβιώματος μπορούν εν τέλει να ενδυναμώνουν το ανοσοποιητικό σύστημα περιορίζοντας τη φλεγμονή.
Η κετογονική διατροφή θεωρείται αποτελεσματική, αλλά και αμφιλεγόμενη, ενώ πολλά παραμένουν άγνωστα αναφορικά με την πραγματική της επίδραση στον οργανισμό.
Αυτή τη φορά οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια θέλησαν να δουν με ποιο τρόπο η κετογονική διατροφή επιδρά στο μικροβίωμα του εντέρου.
Για το λόγο αυτό παρακολούθησαν επί δύο μήνες τις μεταβολές στο μικροβίωμα λόγω διατροφής σε δεκαεπτά υπέρβαρους και παχύσαρκους άνδρες, ενώ ακολούθησαν και τεστ παρακολούθησης σε ποντίκια.
Τον πρώτο μήνα οι μισοί άνδρες τρέφονταν με βάση μια τυπική δυτικού τύπου διατροφή – 50% υδατάνθρακες, 15% πρωτεΐνες και 35% λιπαρά. Οι άλλοι μισοί ακολούθησαν μια κετογονική διατροφή – 5% υδατάνθρακες, 15% πρωτεΐνες και 80% λιπαρά.
Μετά τον πρώτο μήνα οι δύο ομάδες άλλαξαν μεταξύ τους τρόπο διατροφής.
Οι αναλύσεις κοπράνων έδειξαν ότι όταν οι συμμετέχοντες άλλαξαν σε κετογονική διατροφή παρατηρήθηκαν σημαντικές αλλαγές στα επίπεδα 19 «οικογενειών» βακτηρίων.
Στη συνέχεια οι ερευνητές εξήγαγαν δείγματα μικροβίων από το έντερο της ομάδας keto και τα εισήγαγαν στο έντερο ποντικιών. Το αποτέλεσμα: σημειώθηκε πτώση στα επίπεδα των κυττάρων που προάγουν την φλεγμονή σε αυτοάνοσα νοσήματα.
Τα ποντίκια στη συνέχεια εκτέθηκαν σε διαφορετικής περιεκτικότητας σε λίπος διατροφή – με τα επίπεδα λίπους να κυμαίνονται από 12% σε 75% έως και 90%.
Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά σύμφωνα με τον επικεφαλής ερευνητή Peter Turnbaugh επίκουρο καθηγητή Μικροβιολογίας και Ανοσολογίας.
Αρχικά τα επίπεδα του μικροβιώματος του εντέρου αυξήθηκαν από την σχετικά υψηλή σε λιπαρά δίαιτα και μειώθηκαν από την χαμηλή σε υδατάνθρακες κετογονική διατροφή.
Αυτή η παρατήρηση σημαίνει ότι το μικροβίωμα αντιδρά διαφορετικά καθώς αυξάνεται η πρόσληψη λίπους σε επίπεδα που προάγουν την παραγωγή κετονών όταν οι υδατάνθρακες περιορίζονται.
Το πιο εντυπωσιακό εύρημα σύμφωνα με τον καθηγητή Turnbaugh ήταν ο ρόλος των κετονών. Μετά από λίγες μέρες με την κετογονική διατροφή, το σώμα δεν προσλαμβάνει πλέον γλυκόζη και έτσι αρχίζει να καίει σωματικό λίπος αντ ‘ αυτής, διαδικασία που ονομάζεται κέτωση. Η κέτωση δημιουργεί ουσίες λιπαρών οξέων που ονομάζονται κετόνες, τις οποίες το σώμα μπορεί να χρησιμοποιήσει για απόδοση ενέργειας.
Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι μια σταδιακή αύξηση στα επίπεδα των κετονών – λόγω της κετογονικής διατροφής – συνοδευόταν από μια σταδιακή μεταβολή στη σύσταση του μικροβίωματος.
Η παρατήρηση οδήγησε ερώτημα κατά πόσο η αύξηση των κετονών μεμονωμένα – ανεξαρτήτως της δίαιτας – θα μπορούσε να τροποποιήσει το μικροβίωμα. Οι έρευνες σε πειραματόζωα έδειξαν ότι η απάντηση ήταν θετική. «Οι κετόνες μπορούν απευθείας να επηρεάσουν τα βακτήρια του στομάχου ακόμη και χωρίς να ακολουθείται πλήρης δίαιτα» επισημαίνει ο καθηγητής Turnbaugh.
Η έρευνα κοντολογίς υποστηρίζει ότι με τη βοήθεια των κετονών – που παράγονται όταν ακολουθεί κάποιος κετογονική διατροφή – τροποποιείται το μικροβίωμα του γαστρεντερικού συστήματος και μέσω αυτής της διαδικασίας ενεργοποιείται ένας μηχανισμός αντιφλεγμονώδους προστασίας του οργανισμού.
Σημειώνεται όμως ότι πρόκειται για μικρή έρευνα, καθώς και ότι οι μέχρι τώρα έρευνες για την κετογονική διατροφή την καθιστούν αμφιλεγόμενη, ενώ κάποιες υποστηρίζουν ότι μια πλούσια σε λίπος και πρωτεΐνες διατροφή είναι βλαπτική για το μικροβίωμα και προάγει αντί να καταστέλλει τη φλεγμονή.
Επομένως χρειάζεται πολλή προσοχή όσον αφορά την επιλογή μας να ακολουθήσουμε μια κετογονική διατροφή και καλό είναι να το κάνουμε αφού συμβουλευτούμε τον διαιτολόγο ή τον γιατρό μας.