H σεισμική δόνηση που «ταρακούνησε» πρόσφατα την Αθήνα αλλά και η θλιβερή επέτειος από τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, φέρνουν στο προσκήνιο την ανάγκη συνεργασίας του κράτους με τον ασφαλιστικό κλάδο για την ασφάλιση έναντι φυσικών καταστροφών. Ο κ. Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών και πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας παροχής ασφαλιστικών και χρηματοοικονομικών προϊόντων Mega Brokers μιλώντας στο ygeiamou τάσσεται υπέρ των συμπράξεων ιδιωτικού και δημοσίου τομέα τονίζοντας ότι με αυτό το μοντέλο μπορεί να εξασφαλιστεί προσιτό ασφάλιστρο για τους πολίτες. Παράλληλα κρίνει απαραίτητη τη συνεργασία του κράτους με τον ασφαλιστικό κλάδο και στις παροχές υγείας προκειμένου να αναβαθμιστούν οι υπηρεσίες υγείας, με χαμηλό κόστος.
– Σεισμική δόνηση στην Αθήνα, φονική πυρκαγιά στο Μάτι, καταστροφές στη Χαλκιδική. Πώς πιστεύετε ότι μπορεί να συνεργαστεί η πολιτεία με τον ασφαλιστικό κλάδο για την ασφάλιση έναντι φυσικών καταστροφών;
Όπως σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπου έχουν διαμορφωθεί διάφορα μοντέλα συνεργασίας τα οποία βεβαιωμένα διασφαλίζουν και τους πολίτες και το κράτος από τις ακόλουθες συνέπειες ενός καταστροφικού φυσικού φαινομένου. Στην Ελλάδα, εκτός των όσων ζήσαμε (πλημμύρες, πυρκαγιές, καταστροφικούς ανέμους) υπάρχει και το δεδομένο της σεισμογενούς περιοχής, οπότε είναι κατανοητό ότι οι συνθήκες είναι επιπλέον κρίσιμες.
Είναι κοινωνική ανάγκη πρωτίστως, και ταυτόχρονα θέμα υποχρέωσης του κράτους, να διασφαλίσει την απρόσκοπτη λειτουργία των δομών και την παροχή ασφάλειας στους πολίτες του. Δε μπορεί σε μια σύγχρονη χώρα και κοινωνία να αφήνονται στην τύχη τους τόσο σοβαρά θέματα.
Γι΄αυτό και πιστεύω ότι θα πρέπει να γίνει υποχρεωτική η ασφάλιση έναντι φυσικών καταστροφών. Και όσον αφορά το κόστος, είναι υπολογισμένο πως η τιμή του ασφαλιστικού προγράμματος θα πέσει στο ¼ της ισχύουσας σήμερα που ήδη είναι προσιτή. Συνεπώς, οφείλουμε να είμαστε πραγματιστές και να αντιμετωπίσουμε ώριμα αυτό που ισχύει και δείχνει ότι το κράτος, οι μηχανισμοί του, η οικονομία του, είναι δύσκολο να σηκώσουν αυτόνομα το φορτίο των αποζημιώσεων και της γενικής αρρυθμίας, δηλαδή χρόνου αποκατάστασης, καταγραφών, διαδικαστικών και μιας σειράς άλλων θεμάτων που έπονται μιας φυσικής καταστροφής.
Υπάρχουν εφαρμοσμένες λύσεις που μπορούν να προσαρμοστούν στις ελληνικές συνθήκες και ανάγκες. Απομένει το πράσινο φως για να γίνουμε μια σύγχρονη κοινωνία και σε αυτό το θέμα. Μην αργούμε άλλο και μην παραμένουμε στην αδικαιολόγητη στασιμότητα που συντηρείται χρόνια και δεν συμφέρει κανένα.
– Η νέα κυβέρνηση έχει σχέδιο συνεργασίας με τον ασφαλιστικό κλάδο για να βελτιωθούν οι παροχές υγείας, π.χ. να διαχειριστούν οι εταιρείες πτέρυγες των δημοσίων νοσοκομείων παρέχοντας ασφάλιση υγείας με χαμηλό ασφάλιστρο. Ποια είναι η γνώμη σας και ποιες θα μπορούσαν να είναι αυτές οι συμπράξεις;
Συμπράξεις λειτουργούν ήδη, αλλά όχι με τον ενδεδειγμένο τρόπο. Για παράδειγμα ο ΕΟΠΥΥ παραπέμπει πολίτες στα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα, ενώ υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις συνεργασίας. Η σχέση αυτή που εξ ανάγκης αναπτύσσεται δεν έχει γίνει με σχέδιο. Της λείπει η βάση, η στόχευση, ο στρατηγικός σχεδιασμός και η μετρήσιμη αποδοτικότητα. Καλούμε την πολιτεία για να θέσουμε σε πιο σωστές βάσεις την συνεργασία ιδιωτών και δημοσίου στο θέμα της Υγείας και να επιτύχουμε τις καλύτερες υπηρεσίες προς τους πολίτες στο μικρότερο δυνατό κόστος. Αυτό θα είναι προς όφελος όλων, και της οικονομίας. Δεν παραβλέπουμε την γενική προσέγγιση για Δημόσια Δωρεάν Ασφάλιση, ούτε υπάρχει πρόθεση να την υποκαταστήσουμε. Αντίθετα υπάρχει μόνο διάθεση για παροχές υγείας αναβαθμισμένες, με συνέπεια, χωρίς ελλείψεις. Να αλλάξει η αντίληψη και να απαλειφθεί η ανησυχία που σήμερα επικρατεί στην κοινωνία για την δυσκολία ανταπόκρισης του συστήματος υγείας στις ανάγκες των πολιτών. Η λειτουργία κάποιων ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Δημοσίου – Ιδιωτικού Τομέα) θα αναδείξει τις δυνατότητες του κρατικού συστήματος, το υψηλό επίπεδο των Ελλήνων γιατρών, την ποιότητα των υπηρεσιών που μπορούν να προσφερθούν και την ισχυρή δυναμική του ιδιωτικού ιατρικού τομέα. Εκτιμώ ότι θα είναι μια άκρως αποδοτική συνεργασία που θα συμβάλλει πολλαπλώς στην ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας αλλά και της κοινωνίας».