Τα παιδιά που γεννιούνται με υψηλά επίπεδα κακής χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων ενδέχεται να αντιμετωπίσουν αυξημένο κίνδυνο κοινωνικών και ψυχολογικών προβλημάτων στην παιδική τους ηλικία, υποστηρίζουν νέα επιστημονικά ευρήματα που δημοσιεύθηκαν στο Psychological Science.
Στη σχετική μελέτη συμπεριλήφθηκαν 1.369 παιδιά που παρακολουθήθηκαν από τη γέννησή τους μέχρι και την ηλικία των πέντε ετών, με τους επιστήμονες να διαπιστώνουν ότι τα αποτελέσματα της τυπικής εξέτασης αίματος που πραγματοποιείται κατά τον τοκετό μπορούσαν να προβλέψουν την αξιολόγηση της ψυχολογικής ανάπτυξης των παιδιών πέντε χρόνια αργότερα.
Συγκεκριμένα, οι ερευνητές από τα Πανεπιστήμια Denver και Stanford εξέτασαν τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του λιπιδαιμικού προφίλ των παιδιών, το οποίο αποτελεί μέτρο των επιπέδων χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων στο αίμα.
Όταν τα παιδιά έφτασαν στην ηλικία των τριών ετών, οι μητέρες κλήθηκαν να βαθμολογήσουν την υγεία τους, ενώ στην ηλικία των τεσσάρων και πέντε ετών οι δάσκαλοι βαθμολόγησαν καθένα από αυτά όσον αφορά στην ψυχολογική τους ανάπτυξη, δηλαδή την αυτοπεποίθηση, το συναισθηματικό έλεγχο και τις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Οι δάσκαλοι, μάλιστα, κλήθηκαν να κατηγοριοποιήσουν κάθε παιδί σε ομάδες ανάλογα με τις χαμηλές, μέτριες ή υπερβολικές αναπτυξιακές προσδοκίες.
Οι ερευνητές Erika M. Manczak και Ian Gotlib, που διεξήγαγαν την έρευνα, λοιπόν, βρήκαν ότι τα νεογέννητα των οποίων το αίμα του ομφάλιου λώρου παρουσίαζε υψηλά επίπεδα HDL (καλής) χοληστερόλης ήταν σημαντικά πιθανότερο να λάβουν υψηλότερη βαθμολογία από τους δασκάλους τους όσον αφορά στην ψυχολογική τους ανάπτυξη. Αντίθετα, τα νεογέννητα των οποίων το αίμα του ομφάλιου λώρου παρουσίαζε υψηλά επίπεδα τριγλυκεριδίων και LDL (κακής) χοληστερόλης ήταν πιο πιθανό να λάβουν χαμηλή βαθμολογία στην κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη.
Οι ερευνητές αναγνωρίζουν ότι τα ευρήματά τους είναι σχετικά και δεν αποδεικνύουν καταληκτικά ότι τα λιπίδια στο αίμα του ομφάλιου λώρου οδηγούν σε ψυχολογικά προβλήματα με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο εισάγουν την πιθανότητα τα λιπίδια να αποτελούν ένα νέο μηχανισμό όσον αφορά στην προσπάθεια κατανόησης των αιτιών των προβλημάτων ψυχικής υγείας.
«Αν αυτά τα αποτελέσματα επαναληφθούν και σε άλλες μελέτες, θα σημαίνει ότι το λιπιδαιμικό προφίλ κατά τη γέννηση θα μπορούσε να παίξει σημαντικό ρόλο στον εντοπισμό παιδιών που ίσως να διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο για εκδήλωση ψυχολογικών προβλημάτων αργότερα στη ζωής τους, προσφέροντας έτσι στους παρόχους υγείας τη δυνατότητα για έγκαιρη παρέμβαση», σχολιάζει σχετικά η Δρ. Manczak.h