Νεότερα στοιχεία που δείχνουν ότι η άσκηση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι επωφελής όχι μόνο για τις μητέρες αλλά και για τα παιδιά που κυοφορούν έφερε στο φως η έρευνα που παρουσιάστηκε στο Διεθνές Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Πνευμονολογικής Εταιρείας. Σύμφωνα με τη Δρ. Hrefna Katrin Gudmundsdottir, στη μελέτη των 814 βρεφών αναδείχθηκε για πρώτη φορά μια σύνδεση της χειρότερης αναπνευστικής λειτουργίας στα μωρά των οποίων οι μητέρες ήταν σωματικά αδρανείς.
«Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι τα άτομα με μειωμένη αναπνευστική λειτουργία στην βρεφική ηλικία διατρέχουν υψηλό κίνδυνο άσθματος, άλλων αποφρακτικών παθήσεων των πνευμόνων και χειρότερη πνευμονική λειτουργία αργότερα στη ζωή τους. Έτσι, η διερεύνηση των παραγόντων που μπορεί να σχετίζονται με την πνευμονική λειτουργία των βρεφών είναι σημαντική», σημειώνει η Δρ. Gudmundsdotti και συνεχίζει:
«Αν το να είναι μια μητέρα σωματικά δραστήρια κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο βλαβών στην πνευμονική λειτουργία του βρέφους, μπορεί να αποτελέσει ένα απλό και οικονομικό τρόπο βελτίωσης της αναπνευστικής υγείας του παιδιού. Στη μελέτη μας βρήκαμε ότι τα παιδιά που γεννιούνται από μητέρες σωματικά αδρανείς ήταν πιο πιθανό να ανήκουν στην ομάδα της χαμηλότερης πνευμονικής λειτουργίας σε σύγκριση με τα παιδιά των δραστήριων μητέρων».
Από τα 290 μωρά των αδρανών μητέρων, το 8,6% (25) ανήκε στην ομάδα της χαμηλότερης πνευμονικής λειτουργίας, όπως και το 4,2% (22) από τα 524 μωρά των δραστήριων μητέρων, συμπληρώνοντας ένα σύνολο μόλις 47 βρεφών (5,8% από τα 814 συνολικά) με χαμηλή πνευμονική λειτουργία. Η μέση πνευμονική λειτουργία ήταν ελαφρώς υψηλότερη στα μωρά των δραστήριων έναντι των αδρανών μητέρων.
«Παρατηρήσαμε μία τάση που προστίθεται στη σημασία της συμβουλευτικής προς τις γυναίκες που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία και εκείνες που εγκυμονούν σχετικά με φυσική δραστηριότητα. Ωστόσο, μπορεί να υπάρχουν παράγοντες που επηρεάζουν εξίσου τη μητρική φυσική δραστηριότητα και την πνευμονική λειτουργία του απογόνου, οι οποίοι ενδεχομένως να μην έχουν ληφθεί υπόψη και να επηρεάζουν τα αποτελέσματα. Επομένως, χρειάζεται περισσότερη έρευνα», υποστηρίζει η ειδικός.
Οι ερευνητές αξιολόγησαν δεδομένα από 814 υγιή μωρά που γεννήθηκαν σε Όσλο και Στοκχόλμη. Κάλεσαν τις γυναίκες να συμπληρώσουν ορισμένα ερωτηματολόγια στην 18η και 34η εβδομάδα της εγκυμοσύνης τα οποία παρείχαν πληροφορίες σχετικά με την υγεία τους, τον τρόπο ζωής, κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες και διατροφή. Οι γυναίκες ανέφεραν τη συχνότητα, τη διάρκεια και την ένταση με την οποία ασκούνταν στις 18 εβδομάδες και στη συνέχεια κατηγοριοποιήθηκαν ως αδρανείς, λίγο δραστήριες και πολύ δραστήριες. Οι μετρήσεις της πνευμονικής λειτουργίας πραγματοποιήθηκαν όταν τα παιδιά ήταν τριών μηνών και αξιολογήθηκαν μέσω της φυσιολογικής αναπνοής σε ήρεμα, ξύπνια βρέφη.
Η πιο σημαντική μέτρηση αυτής της μελέτης, όμως, ήταν η αναλογία ανάμεσα στον χρόνο μέγιστης εκπνευστικής ροής και τον χρόνο εκπνοής (tPTEF/tE). Η χαμηλότερη tPTEF/tE αντιπροσωπεύει έναν περιορισμό στη ροή του εκπνεόμενου αέρα. Η μέση μέτρηση tPTEF/tE για τα 814 βρέφη ήταν 0.391, ενώ τα 290 μωρά των αδρανών γυναικών είχαν χαμηλότερο μέσο όρο (0,387) και τα 299 μωρά των πολύ δραστήριων γυναικών είχαν υψηλό (0.394), διαφορά που όμως δεν είναι στατιστικά σημαντική. Στην ανάλυσή τους, οι ερευνητές έλαβαν υπόψη τους την ηλικία της μητέρας, το μορφωτικό επίπεδο τον Δείκτη Μάζας Σώματος προ εγκυμοσύνης, τη χρήση νικοτίνης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και το αν είχε προηγηθεί άλλος τοκετός, καθώς και την ύπαρξη άσθματος και άλλων παθήσεων που σχετίζονται με αλλεργίες σε οποιονδήποτε από τους δύο γονείς.
Οι ερευνητές δεν βρήκαν κάποια σημαντική, συνεχόμενη αύξηση στις μετρήσεις της tPTEF/tE στα μωρά ούτε των αδρανών ούτε των δραστήριων μητέρων. Βρήκαν, όμως, ότι τα μωρά των αδρανών μητέρων ήταν πιο πιθανό να έχουν tPTEF/tE κάτω του 0,25, το οποίο είναι στατιστικά σημαντικό και υποδεικνύει χαμηλή πνευμονική λειτουργία.
«Παρόλο που δεν υπάρχει σαφής ορισμός για την ΄χαμηλή΄ πνευμονική λειτουργία, μελέτες έχουν βρει ότι τα βρέφη με μέτρηση tPTEF/tE κάτω του 0,20 λίγο μετά τον τοκετό ήταν πιο πιθανό να έχουν ιστορικό άσθματος στην ηλικία των 10 ετών. Επίσης, τα παιδιά με χαμηλότερη πνευμονική λειτουργία ήταν πιο πιθανό να έχουν άσθμα στην ηλικία των 10 ετών και ιστορικό άσθματος», επισημαίνει η Δρ. Gudmundsdottir.
Οι ερευνητές θα παρακολουθήσουν τα μωρά καθώς μεγαλώνουν για να δουν πως εξελίσσεται η πνευμονική τους λειτουργία και πώς σχετίζεται με την ανάπτυξη αναπνευστικών παθήσεων, όπως το άσθμα. «Επίσης, ελπίζουμε να διερευνήσουμε συσχετισμούς ανάμεσα στη φυσική δραστηριότητα της μητέρας και το άσθμα, αλλεργίες και μη μεταδοτικές ασθένειες», σημειώνουν καταληκτικά.
Διαβάστε επίσης
Κορωνοϊός – Κύηση: Η συχνότερη επιπλοκή που προκαλεί στις εγκύους
Παιδικό Άσθμα: Πότε αυξάνεται κατά 34% ο κίνδυνος
Αλλεργίες: Πόσο πιο πιθανές είναι για τα παιδιά που έχουν γεννηθεί με καισαρική