Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον διαπίστωσαν ότι τα έμβρυα παρουσιάζουν επιγενετικές αλλαγές όταν οι μητέρες τους παίρνουν περισσότερα από τα συνιστώμενα κιλά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Να σημειωθεί ότι η επιγενετική αφορά τις κληρονομήσιμες αλλαγές στην έκφραση των γονιδίων, χωρίς αλλαγές στην αλληλουχία του DNA. Αυτές οι αλλαγές, σύμφωνα με την μελέτη, μπορεί να επηρεάσουν τις λιποαποθήκες του παιδιού και το βάρος του για το υπόλοιπο της ζωής του.
Σε προηγούμενη μελέτη τους που πραγματοποιήθηκε πέρυσι, οι ερευνητές είχαν διαπιστώσει ότι τα παιδιά με μειωμένη έκφραση του γονιδίου SLC6A4, το οποίο ρυθμίζει τη διάθεση και την όρεξη, παρουσίαζαν προβλήματα στον έλεγχο του βάρους τους, αφού ήταν περίπου 200 γραμμάρια βαρύτερα από τα άλλα παιδιά στην ηλικία των τεσσάρων ετών. Αυτή τη φορά οι ερευνητές θέλησαν να μάθουν πότε και πώς συμβαίνουν αυτές οι μεταλλάξεις.
Έτσι, συνέκριναν τα δείγματα αίματος που πήραν από τον ομφάλιο λώρο 1.500 μωρών με τα μητρώα υγείας της μητέρας τους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και παρακολούθησαν την ανάπτυξη των παιδιών περιοδικά για τα επόμενα έξι χρόνια, λαμβάνοντας επιπλέον δείγματα αίματος.
Η επικεφαλής συγγραφέας Karen Lillycrop και η ομάδα της διαπίστωσαν, λοιπόν, ότι οι μητέρες που είχαν αυξημένο βάρος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είχαν περισσότερες πιθανότητες να γεννήσουν παιδιά με μεταλλάξεις του γονιδίου SLC6A4, ειδικά εάν επρόκειτο για το πρωτότοκο παιδί. Η σχέση μεταξύ του βάρους της μητέρας και των αλλαγών στην έκφραση του γονιδίου δεν αποδείχθηκε τόσο ισχυρή για τις γυναίκες που είχαν ήδη γεννήσει πολλές φορές στο παρελθόν, αν και τα αίτια αυτής της διαπίστωσης δεν έχουν αποσαφηνιστεί.
Το μόνο βέβαιο, πάντως, σύμφωνα με τη Δρ. Lillycrop, είναι ότι ενώ όλοι γεννιόμαστε με ένα σύνολο γονιδίων, οι περιβαλλοντικοί παράγοντες μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο αυτά εκφράζονται, συνεπώς και τις λειτουργίες του οργανισμού που αυτά ελέγχουν. Το θετικό της υπόθεσης είναι οι επιγενετικές αυτές αλλαγές δεν είναι μόνιμες, αλλά αναστρέψιμες. Δια του λόγου το αληθές, όλο και περισσότερες είναι οι έρευνες που υποδεικνύουν ότι συνήθειες όπως η ισορροπημένη διατροφή, η άσκηση και η μείωση του στρες μπορούν να βοηθήσουν στην αναστροφή των επιγενετικών αλλαγών.
Καταληκτικά, οι ερευνητές αναφέρουν ότι τα ευρήματα της μελέτης δείχνουν τη σημασία του ελέγχου των εμβρύων, των μωρών και των νηπίων για τις μεταβολές αυτές, με στόχο τη συμβολή στον καλύτερο και πιο έγκαιρο έλεγχο του βάρους τους.
«Τα αποτελέσματά μας προσθέτουν ένα ακόμα λιθαράκι στις αυξανόμενες ενδείξεις ότι οι επιγενετικές μεταβολές που είναι ανιχνεύσιμες κατά τη γέννηση συνδέονται με την υγεία ενός παιδιού καθώς μεγαλώνει. Επιπλέον, ενισχύουν τα στοιχεία που δείχνουν ότι η υγεία της μητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να επηρεάσει τη μελλοντική υγεία του παιδιού της», δήλωσε η Δρ. Lillycrop.
Ο καθηγητής Keith Godfrey, μέλος της ερευνητικής ομάδας και ένας εκ των συγγραφέων προσέθεσε: «Τα νέα ευρήματα ενισχύουν την υπόθεση ότι η έγκαιρη πρόληψη της παιδικής παχυσαρκίας πρέπει να ξεκινά πριν από τη γέννηση. Ενδεχομένως τότε να μπορεί να επηρεάσει τα επίπεδα της όρεξης με τρόπο ώστε τα βρέφη και τα παιδιά να προστατεύονται από το πλεονάζον βάρος».