Η ανθρωπότητα παρατηρεί με κομμένη την ανάσα την επέλαση του νέου κορωνοϊού SARS-CoV-2, που μέχρι και το απόγευμα της Παρασκευής είχε εξαπλωθεί σε περισσότερες από 135 χώρες, έχοντας στοιχίσει τη ζωή σε περισσότερα από 5.000 άτομα. Η Ελλάδα έχει ήδη καταγράψει τον πρώτο θάνατο από κορωνοϊό, ενώ μέχρι την Παρασκευή τα επιβεβαιωμένα κρούσματα είχαν φτάσει τα 190. Εξ αυτών 11 χαρακτηρίζονται «ορφανά», δηλαδή χωρίς γνωστή πηγή μετάδοσης, ενώ σε σοβαρή κατάσταση νοσηλεύονται τουλάχιστον πέντε συμπολίτες μας.
Η διεθνής και εγχώρια επιστημονική κοινότητα μελετά επισταμένως κάθε νέο στοιχείο που αφορά στον κορωνοϊό SARS-CoV-2 σε μια προσπάθεια να εμπλουτιστεί η θεραπευτική φαρέτρα των κλινικών γιατρών αλλά και να σταματήσει η διασπορά των fake news και ο πανικός.
Το ΘΕΜΑ ζήτησε από δύο έγκριτους Έλληνες επιστήμονες να σκιαγραφήσουν το προφίλ του νέου κορωνοϊού βάσει όσων έχουν γίνει γνωστά μέχρι σήμερα, είτε από επιδημιολογικές μελέτες, είτε από εργαστηριακά ευρήματα.
Η ραγδαία εξάπλωση του SARS-CoV-2, τον έχει καταστήσει ως έναν από τους πλέον μολυσματικούς ιούς στην ιστορία της ανθρωπότητας. Όπως εξηγεί ο κ. Δημήτριος Παρασκευής BSc, MSc, PhD, Αναπληρωτής Καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής στο Εργαστήριο Υγιεινής Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής της Ιατρικής Σχολής Αθηνών (ΕΚΠΑ), «η μολυσματικότητα αφορά την ικανότητα ενός ιού να εισέρχεται και να πολλαπλασιάζεται στα κύτταρα του ξενιστή, του οργανισμού δηλαδή που προσβάλλει. Η μολυσματικότητα του νέου κορωνοϊού SARS-CoV-2 είναι παρόμοια με του αντίστοιχου ιού SARS-CoV-1 που προκάλεσε επιδημία στην Ασία το 2002-2003. Η μολυσματικότητα αφορά μια ιδιότητα του κάθε παθογόνου και εξαρτάται, επίσης, και από τον τρόπο μετάδοσης».
Καταλυτική σημασία στη μετάδοση του ιού παίζει και ο χρόνος επώασής του στον οργανισμό του ξενιστή. Σύμφωνα με τα έως τώρα γνωστά στοιχεία για τον SARS-CoV-2 «ο χρόνος επώασης του ιού στον άνθρωπο κυμαίνεται από 2 έως 14 ημέρες με πιο πιθανή ημερομηνία τις 5 ημέρες. Σε μερικές σπάνιες περιπτώσεις έχουν εμφανιστεί συμπτώματα και πέραν των 14 ημερών, αλλά έως σήμερα το διάστημα 2-14 ημερών θεωρείται ως ο χρόνος επώασης του ιού στον άνθρωπο», λέει ο ειδικός συμπληρώνοντας ότι «οι μεταδόσεις συμβαίνουν, κυρίως, κατά την συμπτωματική φάση της νόσου, χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί εντελώς η υπόθεση ότι η ασυμπτωματική φάση είναι ακίνδυνη. Μέχρι σήμερα ο ρόλος των ασυμπτωματικών (φορέων) στις περαιτέρω μεταδόσεις τελεί υπό διερεύνηση».
Ο κ. Παρασκευής υπενθυμίζει εξάλλου ότι «οι μεταδόσεις συμβαίνουν συχνότερα μετά την εμφάνιση συμπτωμάτων και πραγματοποιείται μέσω σταγονιδίων του αναπνευστικού κυρίως κατά το βήξιμο ή φτέρνισμα. Μετάδοση μπορεί να συμβεί επίσης, αν αγγίξουμε επιφάνειες που καλύπτονται με σταγονίδια και στη συνέχεια αγγίξουμε το πρόσωπό μας. Απουσία συμπτωμάτων η μετάδοση δεν θεωρείται ότι συμβαίνει συχνά, αλλά όπως προαναφέρθηκε αποτελεί θέμα προς διερεύνηση».
Συμπληρώνει δε ότι, ο περιορισμός των ατόμων που είναι φορείς ή νοσούν αποτελεί σημαντικό μέτρο που μπορεί να μειώσει σημαντικά τη διασπορά του ιού λόγω περιορισμού στενών προσωπικών επαφών με άλλα άτομα. «Με την εμφάνιση συμπτωμάτων συστήνεται άμεσα ο αυτοπεριορισμός για τον έλεγχο των μεταδόσεων από το άτομο που νοσεί. Όσο πιο έγκαιρα μετά την εμφάνιση συμπτωμάτων τεθεί ένας άνθρωπος σε περιορισμό, τόσο μειώνεται η πιθανότητα να μολύνει άλλα άτομα», υπογραμμίζει ο Αναπληρωτής Καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής του ΕΚΠΑ.
Πολύς λόγος γίνεται και για το λεγόμενο «ιϊκό φορτίο» και τον ρόλο του στη μετάδοση του κορωνοϊού από άνθρωπο σε άνθρωπος. Ο κ. Δημήτριος Παρασκευής εξηγεί ότι «τα υψηλότερα επίπεδα ιικού φορτίου ανιχνεύονται αμέσως μετά την εμφάνιση συμπτωμάτων, και θεωρείται ότι σχετίζονται με αυξημένη μολυσματικότητα. Δεδομένου, όμως, ότι έχει ανιχνευθεί ιός και σε ασυμπτωματικά άτομα, η σημασία του ιικού φορτίου στη μετάδοση τελεί υπό διερεύνηση».
Υπάρχει, όμως, σύμφωνα με τον ίδιο και το ενδεχόμενο άτομο με ιϊκό φορτίο να μην έχει εκδηλώσει συμπτωματολογία και «αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα σε άτομα μικρής ηλικίας, δηλαδή να μην εμφανίζουν συμπτώματα αλλά ο ιός να παραμένει ανιχνεύσιμος σε υψηλά επίπεδα στον ανθρώπινο οργανισμό». Υπογραμμίζει δε ότι «κατά κανόνα στα παιδιά τα συμπτώματα είναι πολύ ήπια σε σχέση με τους ενήλικες και ειδικότερα σε σχέση με άτομα με ηλικία άνω των 65 ετών. Επίσης, η θνητότητα στα παιδιά είναι πολύ χαμηλή».
Συνεπώς τα παιδιά θα μπορούσε να πει κανείς ότι απολαμβάνουν μια ιδιότυπη προστασία. Αντιθέτως υπάρχουν και οι λεγόμενες «ευπαθείς ομάδες» που σύμφωνα με τον κ. Παρασκευή «αφορούν κυρίως ηλικιωμένα άτομα, καθώς και άτομα οποιασδήποτε ηλικίας με χρόνια υποκείμενα νοσήματα (π.χ. χρόνια αναπνευστικά νοσήματα, κακοήθειες κ.τ.λ.)». Η θνητότητα (ποσοστό θανατηφόρων κρουσμάτων) στην επιδημία της Κίνας αναφέρθηκε ότι αυξάνει σταδιακά στα ηλικιωμένα άτομα. Συγκεκριμένα, για άτομα με ηλικία μεταξύ 60-69 ετών η θνητότητα ήταν 3,6%, ενώ για άτομα με ηλικία μεταξύ 70-79 ετών και ≥80 ετών, η θνητότητα ήταν 8%, και 14,8%, αντίστοιχα. Πάντως, δεδομένου ότι o SARS-CoV-2 είναι ένα νέο παθογόνο, δεν υπάρχει προϋπάρχουσα ανοσία στον άνθρωπο και με βάση τα επιδημιολογικά δεδομένα που έχουν αναφερθεί μέχρι στιγμής στην Κίνα, όλοι οι άνθρωποι θεωρούνται ευαίσθητοι για μόλυνση με SARS-CoV-2.
Στην Ελλάδα, τόσο το σύνολο των θετικών κρουσμάτων όσο και το προφίλ του πρώτου θανατηφόρου κρούσματος του νέου κορωνοϊού SARS-CoV-2, ένας 66χρονος κάτοικος Αμαλιάδας με καταγωγή από την Κρήτη, επαλήθευσε με τον χειρότερο τρόπο την ευαλωτότητα όλων μας και δη των ευπαθών ομάδων. Σχολιαζοντας το προφίλ του συνόλου των νοσούντων έως σήμερα στην Ελλάδα και πόσο αυτό διαφέρει ή ομοιάζει με αυτό άλλων χωρών, ο κ. Δημήτριος Παρασκευής εξηγεί ότι «προς το παρόν δεν μπορούμε να εξάγουμε ασφαλή συμπεράσματα λόγω του μικρού αριθμού περιστατικών που αφορούν, κυρίως, ‘εισαγόμενα’ κρούσματα (άτομα δηλαδή στα οποία η μετάδοση του κορωνοϊού έγινε σε άλλη χώρα) καθώς και τις επαφές τους. Δεδομένου ότι βρισκόμαστε στα αρχικά στάδια και δεν έχει συμβεί εκτεταμένη ακόμα διασπορά στην κοινότητα είναι νωρίς να κάνουμε συγκρίσεις για το προφίλ των ασθενών στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες χώρες».
Με αφορμή την περίπτωση του άτυχου άνδρα από την Αμαλιάδα που τελικά έχασε τη ζωή από τις επιπλοκές που προκάλεσε στον οργανισμό του ο SARS-CoV-2, ο κ. Δρόσος Καραγεωργόπουλος, Παθολόγος – Λοιμωξιολόγος, Επιμελητής στην Δ’ Πανεπιστημιακή Παθολογική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Νοσοκομείο «Αττικόν» εξηγεί στο ΘΕΜΑ, τι είναι αυτό που πυροδοτεί την εξέλιξη της νόσου στον οργανισμό και την επιδείνωση της υγείας του πάσχοντα.
«Περίπου 20% από τα καταγεγραμμένα ανά τον κόσμο κρούσματα, παρουσιάζουν δύσπνοια, δηλαδή δεν επαρκεί ο αέρας και χρειάζονται να παίρνουν αρκετές ανάσες. Περίπου 2,5% του συνόλου κάνουν σοβαρή αναπνευστική ανεπάρκεια, με τη μορφή του συνδρόμου οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας, ώστε να χρειάζονται μηχανική υποστήριξη της αναπνοής σε περιβάλλον Μονάδας Εντατικής Θεραπείας. Από τους τελευταίους, περίπου το ήμισυ θα καταλήξουν. Τα πραγματικά ποσοστά, πάντως, εκτιμάται ότι είναι χαμηλότερα, καθότι, στις περιοχές που υπάρχουν τα περισσότερα κρούσματα (όπως στην επαρχία Hubei της Κίνας και στην Ιταλία), οι ελαφρότερα πάσχοντες μένουν σπίτι τους, δεν εξετάζονται ειδικά και δεν καταμετρούνται.
Ο κορωνοϊός SARS-CoV-2 έχει την ιδιότητα, να προσβάλλει τους πνεύμονες. Μπορεί να εισέρχεται μέσα στα κύτταρα διαμέσου ειδικών υποδοχέων, τους υποδοχείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης τύπου 2 (ACE2).
Το αξιοσημείωτο είναι ότι πρόκειται για μία ίωση που δεν κράτα μόνο για ένα τριήμερο, όπως οι περισσότερες ιώσεις του αναπνευστικού. Φαίνεται ότι μία ήπια προβολή του αναπνευστικού παρεγχύματος, όπως αυτή ελέγχεται με αξονική τομογραφία υψηλής ευκρίνειας είναι αρκετά συχνή, ακόμα και σε άτομα με ήπια συμπτώματα. Η εξέλιξη των βλαβών στους πνεύμονες, σε όσους αυτό συμβαίνει, είναι κατά κανόνα προοδευτική και η δύσπνοια εμφανίζεται συνήθως μετά την πρώτη εβδομάδα της νόσου. Είναι ένα διάστημα που ο οργανισμός αρχίζει και παράγει αντισώματα αναπτύσσοντας σταδιακά άμυνα έναντι του ιού. Δεν γνωρίζουμε επακριβώς αν η άμυνα αυτή δεν είναι αποτελεσματική και ο ιός συνεχίζει να πολλαπλασιάζεται ή αν η βαριά εικόνα είναι αποτέλεσμα της φλεγμονής που προκαλείται από υπέρμετρη ανοσολογική απάντηση.
Οι περισσότεροι θα γίνουν καλά σε διάστημα συνολικά μιας ως δύο εβδομάδων, αλλά όσοι νοσήσουν βαρύτερα, θα χρειαστεί τρεις με έξι εβδομάδες για να αναρρώσουν.
Δυστυχώς δεν έχουμε επαρκή δεδομένα ακόμη αναφορικά με το ποιοι ασθενείς θα παρουσιάσουν μεγαλύτερη επιδείνωση από το αναπνευστικό και θα χρειαστούν υποστήριξη της αναπνοής. Αυτό που γνωρίζουμε, μέσα από στατιστικά στοιχεία και λίγες σχετικές μελέτες, είναι ποιοι έχουν τη μεγαλύτερη πιθανότητα να μην τα καταφέρουν. Η πιθανότητα αυτή αυξάνεται όσο μεγαλύτερη είναι η ηλικία, κυρίως μετά τα 65 έτη, καθώς και αν υπάρχουν υποκείμενα νοσήματα, όπως καρδιοπάθειες, νοσήματα του αναπνευστικού, κακοήθειες, σακχαρώδης διαβήτης, και άλλα. Προφανώς όσοι έχουν υποκείμενα νοσήματα δεν μπορούν ανταπεξέλθουν τόσο εύκολα στο βιολογικό στρες που προκαλεί μια βαριά λοίμωξη COVID-19. Σπανιότερα δε, η λοίμωξη αυτή προκαλεί και επιπλοκές από συστήματα πέραν του αναπνευστικού, όπως χαμηλότερη του φυσιολογικού αρτηριακή πίεση, νεφρική δυσλειτουργία και φλεγμονή του μυοκαρδίου. Η μακρόχρονη νοσηλεία σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας εγκυμονεί και κινδύνους από επιπλοκές που δεν σχετίζονται άμεσα με τον ιό, όπως για παράδειγμα οι λοιμώξεις από πολυανθεκτικά βακτήρια», λέει ο κ. Καραγερωργόπουλος.
Τι καθορίζει, λοιπόν, τις πιθανότητες ανάρρωσης από τη λοίμωξη COVID-19, ρωτά το ΘΕΜΑ τον κ. Καραγεωργόπουλο. «Η μεγάλη πλειοψηφία των προσβεβλημένων από τον SARS-CoV-2 θα αναρρώσουν από τον ιό και θα αποκτήσουν ανοσία, που πιστεύουμε ότι θα τους προστατεύει τουλάχιστον για το άμεσο μέλλον. Οι περισσότεροι που θα αναρρώσουν θα είναι εντελώς καλά, αλλά κάποιοι από αυτούς που θα παρουσιάσουν το σύνδρομο της οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας μπορεί να έχουν στη συνέχεια κάποια ελλείμματα στην λειτουργία του αναπνευστικού τους, λόγω της βλάβης που προκαλεί η φλεγμονή. Ακόμα, όμως, δεν υπάρχουν επαρκή σχετικά επιστημονικά δεδομένα. Η μακρόχρονη νοσηλεία γενικά σε περιβάλλουν Μονάδας Εντατικής Θεραπείας μπορεί να αφήσει σε περίπου ένα τέταρτο των ασθενών κάποια ενοχλήματα, ψυχολογικής, σωματικής ή πνευματικής υφής, που να χρειαστούν παραπάνω χρόνο για να υποχωρήσουν. Για τους ασθενείς με χρόνια νοσήματα, είναι σημαντικό να τα έχουν ρυθμίσει στον καλύτερο δυνατό βαθμό, ούτως ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν με επιτυχία σε πιθανή COVID-19 λοίμωξη. Συμπερασματικά, οι περισσότεροι ασθενείς που θα περάσουν μία ήπια νόσηση διάρκειας μίας έως δύο εβδομάδων αναμένουμε ότι θα αναρρώσουν πλήρως, ενώ αυτοί που παρουσιάζουν σοβαρή νόσηση, μπορεί να έχουν κάποια ήπια, εν γένει, ενοχλήματα που να τους απασχολούν και μετά την ανάρρωση από τον ιό. Ελπίζουμε ότι η χρήση σε ευρεία κλίμακα αποτελεσματικών φαρμάκων, όπως αυτό θα προκύψει από τα αποτελέσματα των τρεχουσών σχετικών μελετών, θα βελτιώσει ακόμα περισσότερο την πρόγνωση της λοίμωξης COVID-19», αναφέρει ο Παθολόγος – Λοιμωξιολόγος, Επιμελητής στην Δ’ Πανεπιστημιακή Παθολογική Κλινική του «Αττικόν».
Με γενετικό υλικό RNA αντί για DNA
Απαντώντας στο ερώτημα αν μπορεί κάποιος που έχει αποθεραπευθεί να ξανα-νοσήσει αφού θεωρείται πια δεδομένο από τη διεθνή και εγχώρια επιστημονική κοινότητα ο νέος κορωνοϊός ήρθε για να μείνει, ο κ. Δημήτριος Παρασκευής, λέει ότι «η επαναλοίμωξη, η μόλυνση δηλαδή με τον ίδιο ιό σε σύντομο χρονικό διάστημα, δεν θεωρείται πολύ πιθανή. Παρόλ’ αυτά, έρευνα της νόσου σε πειραματόζωα, θα βοηθούσε να διερευνηθεί αν ο ιός μπορεί να μολύνει εκ νέου έναν ξενιστή».
Απαντώντας δε στο κρίσιμο ερώτημα, αν υπάρχει πιθανότητα μετάλλαξης του νέου κορωνοϊού ο κ. Δημήτριος Παρασκευής εξηγεί ότι «ο νέος κορωνοϊός SARS-CoV-2 είναι RNA ιός, δηλαδή το γενετικό του υλικό είναι RNA αντί για DNA και ένα χαρακτηριστικό αυτών των ιών αυτών είναι η διαρκής ενσωμάτωση μεταλλαγών στο γενετικό τους υλικό, κατά τον κύκλο ζωής τους. Ο SARS-CoV-2, όπως και ο ιός της γρίπης, μεταλλάσσεται διαρκώς με συνέπεια να χρειάζεται ανάπτυξη και χορήγηση εμβολίου σε ετήσια βάση. Οι ιοί που μπορούν να τροποποιούν το γενετικό τους υλικό, αναπτύσσουν αντοχή στα αντι-ιϊκά φάρμακα, δηλαδή αναπτύσσουν μηχανισμούς που τους καθιστούν ανθεκτικούς στη θεραπεία. Η ανάπτυξη αντοχής μπορεί να αντιμετωπιστεί με χορήγηση συνδυασμού φαρμάκων, μια πρακτική που ακολουθείται με επιτυχία στη θεραπεία του ιού HIV. Με τη συνδυαστική αγωγή μειώνεται δραστικά η πιθανότητα ανάπτυξης αντοχής του ιού στα φάρμακα».
Διαβάστε επίσης:
Κορωνοϊός: Σχέδιο λειτουργίας με προσωπικό ασφαλείας σε Δημόσιο και ΔΕΚΟ
Κορωνοϊός: Αναλυτικά τα συμπτώματα – Ποιες οι διαφορές με το κρυολόγημα και τη γρίπη
Κορωνοϊός: Ποιες είναι οι ευπαθείς ομάδες – Πώς μπορούν να προστατευθούν