Νέα μελέτη βασισμένη σε ευρύ πληθυσμιακό δείγμα από την Αγγλία, έδειξε πως τα κρούσματα καρκίνου του παχέος εντέρου παρουσιάζουν σημαντική αύξηση ανάμεσα στους νέους ανθρώπους, ανατρέποντας τη δεδομένα που ταύτιζαν τη νόσο με τον γηραιότερο πληθυσμό.
Για τη διεξαγωγή των συμπερασμάτων που δημοσιεύτηκαν στο BJS (British Journal of Surgery), η ερευνητική ομάδα συγκέντρωσε πληροφορίες σχετικά με τους ενήλικες άνω των 20 ετών που είχαν διαγνωσθεί με καρκίνο του παχέος εντέρου στην Αγγλία, κατά το χρονικό διάστημα 1974-2015. Από τα 1.145.639 καταγεγραμμένα περιστατικά, 2.594 αφορούσαν ασθενείς 20-29 ετών, στις ηλικίες 30-39 ετών τα κρούσματα ανέρχονταν σε 11.406 ενώ στις ηλικίες 40-49 ετών σε 42.134.
Το ανησυχητικό ωστόσο ήταν πως η πλέον σταθερή αύξηση στα ποσοστά παρατηρήθηκε στην ηλικιακή ομάδα των 20-29 ετών. Το ποσοστό αύξησης δεν φάνηκε να επηρεάζεται από το φύλο ή την οικονομική κατάσταση των ασθενών.
Σε κοινά συμπεράσματα έχουν καταλήξει έρευνες σε διαφορετικά κράτη. Αμερικανική μελέτη, χρησιμοποιώντας στοιχεία από τη βάση δεδομένων για τα κρούσματα καρκίνου από το Εθνικό Ινστιτούτο για τον Καρκίνο, διαπίστωσε τον διπλασιασμό του ποσοστού εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου αλλά και του ορθού σε ασθενείς ηλικίας 20 έως 54 ετών, με χρονική αφετηρία το 1974. Παρόμοια ευρήματα έχουν δώσει μελέτες από τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και εσχάτως και την Ευρώπη.
Μια εξήγηση για την ραγδαία άνοδο των κρουσμάτων καρκίνου του παχέος εντέρου στους νέους αποτελεί η αυξανόμενη εμφάνιση μονηρών όγκων. Επιπλέον, το φαινόμενο έχει συνδεθεί με τα υψηλά ποσοστά παχυσαρκίας σε παιδιά και ενήλικες, καθώς έχει επιστημονικά αποδειχθεί πως η παχυσαρκία σε νεαρή ηλικία αυξάνει τις πιθανότητες εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου. Οι ερευνητές στοχεύουν προς αυτή την κατεύθυνση, καθιστώντας αναγκαία την εμβριθή μελέτη σειράς παραγόντων όπως η διατροφή, η παχυσαρκία, η σωματική άσκηση και το μικροβίωμα του εντέρου, και του τρόπου που σχετίζονται με την εμφάνιση αυτού του τύπου καρκίνου.
Τέλος, παρά την εγκυρότητα που προσδίδει στην πρόσφατη έρευνα το μεγάλο πληθυσμιακό δείγμα στο οποίο στηρίχθηκε, οι ερευνητές κρίνουν αναγκαίο να εξακριβωθεί εάν τα αυξημένα ποσοστά οφείλονται στην έγκαιρη διάγνωση σε νεαρή ηλικία, και επομένως προέκυψαν ως αποτέλεσμα πολιτικών υγείας που διεύρυναν τον προληπτικό έλεγχο στις νεαρότερες ηλικίες.