Μία μελέτη, που πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Εθνικού Ιδρύματος Επιστημών της Σουηδίας έδειξε ότι είναι δυνατή η πρόβλεψη του κινδύνου υποτροπής στα περιστατικά κατάθλιψης μετά τη διακοπή της σχετικής φαρμακευτικής αγωγής και ότι οι άνθρωποι που υποτροπιάζουν φαίνονται ότι χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να αποφασίσουν πόση προσπάθεια χρειάζεται για να επενδύσουν στην ανταμοιβή – καθυστερούν δηλαδή να αποφασίσουν τι να επιλέξουν όταν καλούνται να πάρουν μια απόφαση.
Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι, για να μειωθεί ο κίνδυνος υποτροπής, η θεραπεία πρέπει να συνεχίζεται ακόμα και μετά την υποχώρηση των συμπτωμάτων. Δυστυχώς, όμως, αυτό δε φαίνεται να έχει κάποια επίδραση στον κίνδυνο επακόλουθης υποτροπής μετά τη διακοπή των φαρμάκων. «Εκτιμάται ότι 30% των ασθενών υποτροπιάζουν μέσα σε έξι εβδομάδες. Το ποσοστό αυτό είναι αρκετά υψηλό και οι γιατροί δε διαθέτουν αυτή τη στιγμή αξιόπιστα εργαλεία εκτίμησης του κινδύνου», σχολιάζει σχετικά η ψυχολόγος, Isabel Berwian.
Στη μακροχρόνια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο JAMA Psychiatry, λοιπόν, η ειδικός από το Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, δείχνει ότι η παρατήρηση του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι σε ύφεση κάνουν επιλογές μπορεί να συμβάλει στην πρόβλεψη του κινδύνου υποτροπής.
Εξετάζοντας τα κίνητρα
Οι ερευνητές της μελέτης εξέτασαν ασθενείς που είχαν βιώσει επαναλαμβανόμενη ή σοβαρή κατάθλιψη και τη δεδομένη στιγμή βρίσκονταν σε ύφεση, δηλαδή χωρίς καθόλου ή σχεδόν καθόλου συμπτώματα και με συνέχιση της φαρμακευτικής αγωγής, οι οποίοι, ανεξάρτητα από τη μελέτη, είχαν αποφασίσει να σταματήσουν τα αντικαταθλιπτικά. Κάθε ένας κλήθηκε να μετρήσει την προθυμία του να κάνει κάποια προσπάθεια βάσει ανταμοιβής διαφορετικών επιπέδων.
Σημειώνεται ότι το συγκεκριμένο είδος δοκιμασίας επιλέχθηκε λόγω της επιστημονικής βιβλιογραφίας που δείχνει ότι ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της κατάθλιψης είναι η έλλειψη προθυμίας πραγμάτωσης της προσπάθειας που απαιτείται για τη λήψη μιας ανταμοιβής. Οι ερευνητές, λοιπόν, θέλησαν να πάνε ένα βήμα παραπέρα και να διερευνήσουν αν αυτό μπορεί να αποτελεί παράγοντα πρόβλεψης ενδεχόμενης υποτροπής.
Συλλέχθηκαν δεδομένα από 123 ασθενείς και 66 υγιή άτομα ελέγχου, με τους πρώτους να πρέπει να ολοκληρώσουν τη δοκιμασία δύο φορές: μία πριν τη διακοπή των αντικαταθλιπτικών και μία ακόμα πριν ή μετά τη διακοπή. Όλοι οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν για έξι μήνες μετά την ολοκλήρωση της μελέτης, προκειμένου να ελεγχθούν για τυχόν υποτροπή.
Τελικά, η ανάλυση των αποτελεσμάτων έδειξε ότι ο χρόνος λήψης απόφασης ήταν μεγαλύτερος για τους ασθενείς (1,77” κατά μέσο όρο) από ό,τι για την ομάδα ελέγχου (1,61” κατά μέσο όσο) και, ανάμεσα στους ασθενείς, ακόμα μεγαλύτερος για εκείνους που είχαν υποτροπιάσει μετά τη μείωση του χρόνου (1,95” κατά μέσο όρο). Έτσι, οι ερευνητές μπόρεσαν να δείξουν ότι ο χρόνος λήψης απόφασης μπορεί να υποδείξει σωστά μια μελλοντική υποτροπή για δύο στους τρεις ανθρώπους.
Να μείνουμε στο κρεβάτι ή να σηκωθούμε;
Για την κατανόηση των μηχανισμών που εμπλέκονταν στη δοκιμασία, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα υπολογιστικό μοντέλο, το οποίο έδειξε ότι η φύση της επιλογής (μικρή προσπάθεια για μικρή ανταμοιβή ή μεγαλύτερη προσπάθεια για μεγαλύτερη ανταμοιβή) καταστούσε πιθανή τη διαφοροποίηση ανάμεσα σε μέχρι πρότινος καταθλιπτικούς και σε υγιείς ανθρώπους: οι πρώτοι επέλεγαν συχνότερα την επιλογή που απαιτούσε τη λιγότερη προσπάθεια. Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι στην περίπτωση αυτών των ατόμων, η κατάθλιψη είναι στην πραγματικότητα υπαρκτή, αλλά ασυμπτωματική.
Το μοντέλο έδειξε, επίσης, ότι οι άνθρωποι σε ύφεση είναι πιο ευαίσθητοι στην προσπάθεια. Με απλά λόγια, δυσκολεύονται περισσότερο να κάνουν κάτι θεωρητικά απλό και αυτονόητο για έναν υγιή άνθρωπο, όπως το να σηκωθούν από το κρεβάτι όπου έχουν περάσει όλη τους την ημέρα για να βγουν έξω με φίλους.
Γεγονός είναι, πάντως, πως είναι νωρίς αυτά τα ευρήματα να εφαρμοστούν στην πράξη. «Σε αυτό το επίπεδο δε μπορούμε να ισχυριστούμε ότι έχουμε βρει τη ‘λύση’. Τα αποτελέσματα πρέπει να επιβεβαιωθούν και σε ένα μεγαλύτερο δείγμα», τονίζει καταληκτικά η Δρ. Berwian.