Μια χορτοφαγική διατροφή μπορεί να είναι το κλειδί για τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου. Οι ερευνητές του Πολιτειακού Πανεπιστημίου Penn διαπίστωσαν ότι η διατροφή που μειώνει τα θειικά αμινοξέα – τα οποία υπάρχουν σε πρωτεινούχα φαγητά όπως το κρέας, τα γαλακτοκομικά, οι καρποί και η σόγια – συσχετιζόταν με μειωμένο κίνδυνο καρδιαγγειακών νόσων. Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο Lancet EClinical Medicine.
Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ακόμη ότι ο μέσος αμερικανός καταναλώνει σχεδόν δυόμισι φορές περισσότερα αμινοξέα συγκριτικά με την απαιτούμενη ημερήσια πρόσληψη.
Τα αμινοξέα είναι τα βασικά δομικά υλικά των πρωτεϊνών. Μια υποκατηγορία τους τα θειικά αμινοξέα που περιλαμβάνουν την μεθειονίνη και την κυστείνη παίζουν ποικίλους ρόλους στις διεργασίες του μεταβολισμού και την υγεία.
«Για δεκαετίες γνωρίζαμε ότι η περιορισμένη σε θειικά αμινοξέα διατροφή ήταν ευεργετική όσον αφορά τη μακροβιότητα των πειραματόζωων» σχολίασε ο John Richie, καθηγητής επιστημών δημόσιας υγείας στο Κολλέγιο Ιατρικής του Πανεπιστημίου της Πενσιλβανία. «Αυτή η έρευνα παρέχει τα πρώτα επιδημιολογικά στοιχεία ότι η περίσσεια πρόσληψη θειικών αμινοξέων μπορεί να σχετίζεται με χρόνιες νόσους»
Οι ερευνητές εξέτασαν τη διατροφή και τους αιματολογικούς βιοδείκτες περισσότερων από 11,000 συμμετεχόντων από μια εθνική έρευνα και βρήκαν ότι οι συμμετέχοντες που κατανάλωναν τροφές με λιγότερα θειικά αμινοξέα έτειναν να έχουν μειωμένο κίνδυνο καρδιομεταβολικών νόσων βάσει των αιματολογικών τους εξετάσεων. Οι βιοδείκτες που αξιολογήθηκαν μετά από νηστεία 10-16 ωρών, περιελάμβαναν τη χοληστερόλη, τα τριγλυκερίδια το σάκχαρο και την ινσουλίνη.
Πρόκειται για βιοδείκτες ενδεικτικούς του ατομικού κινδύνου ασθένειας και του κινδύνου καρδιαγγειακών νόσων. Πολλοί από αυτούς τους παράγοντες μπορεί να επηρεαστούν από τις μακροχρόνιες διατροφικές συνήθειες κάθε ατόμου.
Από την έρευνα εξαιρέθηκαν όσοι είχαν καρδιακή ανεπάρκεια, είχαν υποστεί έμφραγμα του μυοκαρδίου ή είχαν αλλάξει ήδη τη διατροφή τους λόγω διάγνωσης καρδιαγγειακής νόσου. Εξαιρέθηκαν επίσης όσοι λάμβαναν ελάχιστα θειικά αμινοξέα κάτω από το όριο ημερήσιας πρόσληψης 15 mg/kg/ημέρα.
Οι διαιτολόγοι της έρευνας συνέλεξαν πληροφορίες για τη διατροφή των συμμετεχόντων με τηλεφωνικές κλήσεις όπου κατέγραψαν ό,τι έτρωγαν και στη συνέχεια έκαναν την αντίστοιχη διατροφική ανάλυση.
Διαπίστωσαν ότι η μέση πρόσληψη θειικών αμινοξέων ήταν σχεδόν διόμισι φορές υψηλότερη συγκριτικά με τη εκτιμώμενη μέση ημερήσια πρόσληψη.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι η υψηλότερη πρόσληψη θειικών αμινοξέων συσχετίστηκε με υψηλότερο σκορ σύνθετου καρδιομεταβολικού κινδυνου και ότι τα μόνα τρόφιμα που δεν συσχετίζονταν με αύξηση των θειικών αμινοξέων ήταν τα δημητριακά, τα φρούτα και τα λαχανικά.
«Τα ευρήματα μας υποστηρίζουν μερικά από τα ευεργετικά οφέλη υγείας που παρατηρούνται σε όσους ακολουθούν vegan και χορτοφαγική διατροφή» είπε ο Zhen Dong συ-συγγραφέας της μελέτης.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι μια μακροχρόνια έρευνα θα επιτρέψει την ανάλυση του κατά πόσο όσοι καταναλώνουν συγκεκριμένου τύπου διατροφή τελικά όντως καταλήγουν να αναπτύξουν τις νόσους που οι συγκεκριμένοι βιοδείκτες υποδηλώνουν ότι διατρέχουν υψηλό κίνδυνο να εμφανίσουν.