Ένας άνθρωπος που μένει κοντά σε ένα πολυσύχναστο και πολύβουο δρόμο έχει έως και 10% μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του πνεύμονα, ενώ τα παιδιά που μένουν λιγότερο από 50 μέτρα μακριά από πολυσύχναστους δρόμους έχουν 14% βραδύτερη ανάπτυξη των πνευμόνων τους, σύμφωνα με τα όσα δείχνει νέα επιστημονική μελέτη που πραγματοποιήθηκε από το Κολέγιο King’s στο Λονδίνο.
Οι ερευνητές, μάλιστα, αναφέρουν ότι ο περιορισμός της ατμοσφαιρικής ρύπανσης κατά 1/5 στις πιο μεγάλες πόλεις της Αγγλίας θα μπορούσε να συμβάλει στη γέννηση 171 λιγότερων λιποβαρών μωρών κάθε χρόνο. Προσθέτουν, επίσης, ότι τις ημέρες με υψηλή ατμοσφαιρική ρύπανση στις πόλεις τα παιδιά με άσθμα μπορεί να οδηγηθούν σε 124 επιπλέον εισαγωγές σε νοσοκομεία για κάθε χρόνο και ότι ο περιορισμός της ρύπανσης κατά 1/5 θα μπορούσε να αποτρέψει περισσότερες από 4.400 λοιμώξεις των αεραγωγών στα παιδιά.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της μελέτης, η μείωση αυτή θα μπορούσε να σημαίνει αφενός ότι περισσότεροι από 2.300 ενήλικες θα σώζονται από στεφανιαία νόσο κάθε χρόνο και αφετέρου ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση προκαλεί έως και 36.000 θανάτους ετησίως.
Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, οι ερευνητές ανέλυσαν κάποιες μελέτες συνδυάζοντας το ιατρικό ιστορικό και τα δεδομένα ατμοσφαιρικής ρύπανσης εννέα πόλεων της Αγγλίας και τεσσάρων της Πολωνίας και διαπίστωσαν ότι οι άνθρωποι που κατοικούν λιγότερο από 50 μέτρα μακριά από τους πολυσύχναστους δρόμους του Λονδίνου είχαν 9,7% αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του πνεύμονα, βάσει των μακροπρόθεσμων μέσων επιπέδων ρύπανσης. Η μελέτη, μάλιστα, καταλήγει στο ότι οι κεντρικοί δρόμοι της βρετανικής πρωτεύουσας μπορεί να συνεισφέρουν σε έως και 390 περιστατικά αυτού του τύπου καρκίνου.
Ακόμη, συγκρίνοντας παιδιά ηλικίας 11 έως 15 ετών, τα οποία ζούσαν κοντά είτε σε πολυσύχναστους είτε σε πιο ήσυχους δρόμους, οι ειδικοί βρήκαν ότι οι πνεύμονες εκείνων που ζούσαν στις πιο μολυσμένες περιοχές του Λονδίνου αναπτύσσονταν κατά 12,5% πιο αργά, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην περίπτωση της Οξφόρδης έφτανε στο 14,1%.
Γενικότερα, η έρευνα εξέτασε την μακροπρόθεσμη μέση ρύπανση σε κάθε μία από τις πόλεις και στη συνέχεια αξιολόγησε την επίδρασή της, αν και εφόσον είχε μειωθεί κατά 1/5, με τους ερευνητές να βρίσκουν ότι 171 λιγότερα μωρά θα γεννιούνταν λιποβαρή, αν τα επίπεδα διοξειδίου του αζώτου μειώνονταν κατά 1/5.
Αν άλλα μόρια, όπως το PM10, μειώνονταν κατά 20%, οι ερευνητές εκτιμούν ότι θα υπήρχαν 4.481 λιγότερα παιδιά που πάσχουν κάθε χρόνο από σοβαρή βρογχίτιδα, την πιο συχνή λοίμωξη των αεραγωγών μαζί με την πνευμονία, ενώ, τέλος, και η κακή ποιότητα αέρα μπορεί να προκαλέσει στεφανιαία νόσο.
Επιπρόσθετα, φάνηκε ότι η κακή ποιότητα αέρα μπορεί να προκαλέσει στεφανιαία νόσο, με τα περιστατικά στεφανιαίας νόσου στους ενήλικες μετά τον περιορισμό των PM10 κατά 20% να μειώνονται κατά 2.357 το χρόνο, παρόλο που η κακή διατροφή και τα λιπαρά τρόφιμα παραμένουν μεγαλύτεροι ένοχοι για τη νόσο και το κάπνισμα για τον καρκίνο του πνεύμονα συγκριτικά με τη ρύπανση.
Τέλος, η μελέτη συνέκρινε τις ημέρες με χαμηλή και υψηλή ρύπανση, εξετάζοντας το 25% των ημερών σε κάθε άκρο της κλίμακας για διάστημα τριών ετών και έδειξε ότι 232 λιγότερα παιδιά ηλικίας από πέντε έως 14 ετών που πάσχουν από άσθμα θα υπέφεραν από τα συμπτώματα αν οι ημέρες αυξημένης ρύπανσης έπεφταν στο επίπεδα αυτών με χαμηλή ρύπανση.