Μπορεί οι περισσότερες μελέτες να εστιάζουν στους παράγοντες που προκαλούν παχυσαρκία στα νήπια, εντούτοις οι επιστήμονες δεν έχουν εστιάσει στους πληθυσμούς που βρίσκονται περισσότερο σε κίνδυνο.
Μία μελέτη του Πανεπιστημίου του Μπάφαλο που παρουσιάστηκε στα πλαίσια της Εβδομάδας για την Παχυσαρκία που διεξάγεται στο Λας Βέγκας βρίσκεται ανάμεσα στις πρώτες που εξετάζουν το πώς οι συμπεριφορές της μητέρας επηρεάζουν τα παιδιά σε οικογένειες με χαμηλό κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο. Σχεδόν όλες οι μητέρες κάπνιζαν, κατανάλωναν αλκοόλ και έκαναν χρήση ναρκωτικών (ινδική κάνναβη ή κοκαΐνη).
Επικεφαλής της μελέτης που δημοσιεύθηκε στο Obesity, ήταν η Δρ. Kai Ling Kong. Η ερευνητική ομάδα βρήκε πως η θαλπωρή της μητέρας και η ευαισθησία κατά τη διάρκεια των στιγμών που το παιδί δεν έτρωγε, σχετίζονταν με μειωμένο κίνδυνο παχυσαρκίας από την βρεφική του ηλικία έως την ηλικία των οχτώ ετών.
«Η προγεννητική περίοδος είναι μία ευαίσθητη περίοδος για την υγεία του βρέφους και την ανάπτυξη νόσων. Οι βλάβες που προκύπτουν έχουν ισόβιες συνέπειες για το βρέφος, ωστόσο παρά τις διαταραχές στην εμβρυική ανάπτυξη, η μελέτη μας δείχνει ότι αυτές οι συνέπειες είναι δυνατό να αμβλυνθούν κατά την πρώιμη παιδική ηλικία, μέσω της γονεϊκής θαλπωρής στο οικιακό περιβάλλον», δηλώνει η Δρ. Kong.
Παρότι οι πρώιμες αλληλεπιδράσεις ήταν μεταξύ των βρεφών και των μητέρων τους, εντούτοις ορισμένες από τις ύστερες αλληλεπιδράσεις ήταν μεταξύ των βρεφών και των κηδεμόνων τους, με τη μελέτη να αναφέρει όλους τους κηδεμόνες, ως μητέρες.
Οι ερευνητές εστίασαν σε βρέφη των οποίων οι μητέρες είχαν εξάρτηση από ουσίες (τσιγάρα, αλκοόλ, ινδική κάνναβη ή κοκαΐνη) κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και ενέπιπταν στα κριτήρια του χαμηλού κοινωνικοοικονομικού στάτους.
Η προγεννητική έκθεση σε κάποια από τις προαναφερθείσες ουσίες θα μπορούσε να επιφέρει σημαντικές ανεπιθύμητες επιδράσεις στο έμβρυο, συμπεριλαμβανομένης της κακής διατροφής και της ανεπάρκειας αίματος ή ροής οξυγόνου, η οποία θα μπορούσε επιφέρει μόνιμες νευροενδοκρινικές αλλαγές και μεταβολικές δυσλειτουργίες.
Μετά τη γέννησή τους, τα βρέφη βίωσαν επιπλέον στρες λόγω των κοινωνικοοικονομικών προκλήσεων που αντιμετώπιζαν οι μητέρες τους, με το 85% εξ αυτών μάλιστα να μην έχουν την στήριξη από τον πατέρα.
Περισσότερο από το 95% των μητέρων είχαν κάνει χρήση ουσιών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Περισσότερο από το 36% των παιδιών στην ηλικία των 7 ετών αξιολογήθηκαν ως παχύσαρκα, αριθμός σχεδόν διπλάσιος από τον Αμερικανικό εθνικό μέσο όρο που φτάνει το 18,5%.
«Θέλαμε να εξετάσουμε αν τα οικιακά περιβάλλοντα που προσφέρουν άνετες και ευχάριστες συμπεριφορές μπορούν να επηρεάσουν και να μετριάσουν τις κακές διατροφικές συνήθειες του βρέφους και κατά συνέπεια να εμποδίσουν την αύξηση βάρους», εξήγησε η Δρ. Kong.
Τελικά, στη μελέτη συμμετείχαν 172 οικογένειες. Η αλληλεπίδραση μητέρας βρέφους κατά τις καταστάσεις ταΐσματος, αλλά και πέρα από αυτές είχαν μελετηθεί όταν τα βρέφη ήταν 30 ημερών και επτά μηνών.
Τα βρέφη που βίωναν λιγότερη θαλπωρή από τις μητέρες τους όταν ήταν επτά μηνών εμφάνισαν αυξητική πορεία στον Δείκτη Μάζας Σώματός (ΔΜΣ) τους, σε αντίθεση με τα βρέφη των οποίων οι μητέρες εκδήλωναν περισσότερη θαλπωρή. Αυτά τα ευρήματα αποτελούν τα αρχικά στοιχεία ότι η πρώιμη αλληλεπίδραση μεταξύ μητέρας και παιδιού κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών της ζωής του και πέρα από τις στιγμές του θηλασμού, μπορεί να έχει θετικές επιδράσεις στην υγεία του βρέφους, ειδικά ως προς τον κίνδυνο παχυσαρκίας.
«Τα ευρήματα δείχνουν πως ο χρόνος που περνά η μητέρα με το βρέφος και η θαλπωρή στη σχέση τους πέρα από τις στιγμές του ταΐσματος μπορεί αν είναι εξαιρετικά σημαντικές για την υγεία του παιδιού, ειδικά ως προς τις πιθανότητες εκδήλωσης παχυσαρκίας», δήλωσε η Δρ. Kong.
Πρόσθεσε επίσης πως τα ευρήματα καταδεικνύουν ότι αυτές οι αλληλεπιδράσεις δείχνουν ένα σημαντικό σημείο στο οποίο οι άνθρωποι μπορούν να παρέμβουν. Για παράδειγμα, ένα πρόγραμμα πρώιμης παρέμβασης στο οποίο οι γονείς θα διδάσκονται πώς να εντοπίζουν και να αποκρίνονται σωστά στις ανάγκες του παιδιού τους, με στόχο την προώθηση της αυτο-ρύθμισης, έχει δείξει επιτυχία στην ελαχιστοποίηση της ταχείας αύξησης βάρους.
«Τα αποτελέσματα από τη μελέτη μας βοηθούν ώστε αυτή η εργασία να πάει ένα βήμα παρακάτω, δείχνοντας πως τέτοιου τύπου παρεμβάσεις, με αφετηρία την βρεφική ηλικία μπορούν να έχουν μακροχρόνιες επιδράσεις στον κίνδυνο παχυσαρκίας ανάμεσα στα παιδιά υψηλού κινδύνου», κατέληξε η ερευνήτρια.