Μελέτη που δημοσιεύτηκε στο The Lancet , επισημαίνει ότι περίπου 3.100 καρδιαγγειακά επεισόδια μεταξύ των ασθενών που έλαβαν πρώτα α-ΜΕΑ (αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου αγγειοτασίνης) μπορούσαν να αποφευχθούν αν στη θέση τους οι πάσχοντες είχαν λάβει θειαζίδες (διουρητικά μέτριας ισχύος).
Οι ερευνητές, μεταξύ των οποίων οι Τζορτζ Χρίπσακ και ο Πάτρικ Ράιαν από το Πανεπιστήμιο Columbia, ανέλυσαν ηλεκτρονικά αρχεία υγείας από περίπου 5 εκατομμύρια ασθενείς που είχαν αρχίσει θεραπεία με αντιυπερτασικά. Διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς που είχαν λάβει θειαζιδικά διουρητικά είχαν 15% λιγότερα καρδιακά και εγκεφαλικά επεισόδια και ήταν λιγότερο πιθανό να νοσηλευτούν λόγω καρδιακής ανεπάρκειας, σε σύγκριση με αυτούς στους οποίους είχαν α- ΜΕΑ. Οι ασθενείς που ξεκίνησαν με θειαζίδες εκδήλωσαν επίσης λιγότερες παρενέργειες.
Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα, όταν διαπιστωνόταν υψηλή αρτηριακή πίεση οι γιατροί συνιστούσαν στον ασθενή να πάρει οποιοδήποτε από αυτά τα πέντε αντιυπερτασικά φάρμακα.
Ωστόσο, υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία που βοηθούν τους γιατρούς να αποφασίσουν ποιο φάρμακο θα συνταγογραφήσουν: η βιβλιογραφία περιέχει δεδομένα από τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες κλινικές δοκιμές που περιλαμβάνουν μόνο 31.000 ασθενείς – και κανένας από αυτούς δεν είχε ξεκινήσει την αντιυπερτασική θεραπεία. Ως αποτέλεσμα, οι περισσότερες κατευθυντήριες γραμμές για τη χορήγηση φαρμάκων βασίζονται περισσότερο στη γνώμη των εμπειρογνωμόνων και όχι σε δεδομένα.
«Οι τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές αποδεικνύουν την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια ενός φαρμάκου σε έναν εξαιρετικά καθορισμένο πληθυσμό ασθενών», δήλωσε ο Χρίπσακ, συντάκτης της μελέτης και πρόεδρος βιοϊατρικής πληροφορικής στο Πανεπιστήμιο Columbia. «Αλλά δεν είναι κατάλληλες για να κάνουν συγκρίσεις μεταξύ των κατηγοριών πολλαπλών φαρμάκων για μια ομάδα ασθενών που θα μπορούσε κανείς να συναντήσει στην καθημερινότητα».
«Είτε ακουσίως είτε στοχευμένα, περιοδικά και συγγραφείς έχουν την τάση να δημοσιεύουν μελέτες που φαίνεται να έχουν συναρπαστικά αποτελέσματα και οι ερευνητές μπορούν ακόμη να επιλέξουν αναλυτικές μεθόδους που είναι οι πλέον κατάλληλες για την επίτευξη των αποτελεσμάτων που ταιριάζουν στις περιπτώσεις τους», δήλωσε ο Χρίπσακ.
Για να αντιμετωπιστούν αυτοί οι περιορισμοί, οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από εκατομμύρια ιατρικά αρχεία ασθενών και εκτίμησαν δεκάδες χιλιάδες διαφορετικές μεταβλητές – κρίσιμες για την εξάλειψη παραγόντων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν σύγχυση. Η μέθοδος, γνωστή ως LEGEND (Large-Scale Evidence Generation and Evaluation), είναι ένας τρόπος με τον οποίο οι ερευνητές μπορούν να κοινοποιήσουν τη μεθοδολογία τους και να τυποποιήσουν τα δεδομένα τους, ελαχιστοποιώντας τη μεροληψία.
Η παρούσα μελέτη ανέλυσε δεδομένα από 4,9 εκατομμύρια ασθενείς σε τέσσερις χώρες που ξεκίνησαν αντιυπερτασική θεραπεία με ένα μόνο φάρμακο. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν έναν σύνθετο αλγόριθμο για τον εντοπισμό του αριθμού των καρδιακών προσβολών, των νοσηλειών για καρδιακή ανεπάρκεια, των εγκεφαλικών επεισοδίων και σχεδόν 50 παρενέργειες της φαρμακευτικής αγωγής που παρατηρούνται σε ασθενείς που λαμβάνουν κάποιο από τα αντιυπερτασικά φάρμακα πρώτης γραμμής. Χρησιμοποίησαν επίσης διάφορες τεχνικές σχεδιασμένες για να ελαχιστοποιήσουν τη μεροληψία – η οποία μπορεί να προκαλείται από περίπου 60.000 διαφορετικές μεταβλητές.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι οι α- ΜΕΑ ήταν το πρώτο αντιυπερτασικό φάρμακο που χορηγήθηκε στο 48% των ασθενών, σε σύγκριση με το 17% των ασθενών που έλαβαν για πρώτη φορά θειαζιδικά διουρητικά. Ωστόσο, οι ασθενείς που έλαβαν αρχικά θειαζίδες είχαν κατά 15% λιγότερα κρούσματα καρδιακής προσβολής, νοσηλείες για καρδιακή ανεπάρκεια και εγκεφαλικά επεισόδια σε σύγκριση με ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με άλλα φάρμακα πρώτης γραμμής. Επιπλέον, οι ασθενείς που έλαβαν αρχικά α-ΜΕΑ είχαν υψηλότερα ποσοστά σε 19 είδη παρενεργειών σε σύγκριση με τους χρήστες θειαζιδών.
Η μελέτη διαπίστωσε επίσης ότι οι αποκλειστές διαύλων ασβεστίου χωρίς διυδροπυριδίνη ήταν λιγότερο δραστικοί από όλες τις άλλες κατηγορίες φαρμάκων πρώτης γραμμής.
Ο Χρίπσακ τονίζει ότι τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας μπορεί να βοηθήσουν τους γιατρούς να πάρουν καλύτερες κλινικές αποφάσεις σε σχέση με τα αντιυπερτασικά που θα χορηγήσουν.