Η περιορισμένη κατανάλωση φαγητού αυξάνει τα επίπεδα της ορμόνης γκρελίνης, η οποία με τη σειρά της αυξάνει τη διάθεση για άσκηση. Αυτό αναφέρει έρευνα της Ιατρικής Σχολής του ιαπωνικού Πανεπιστημίου Kurume που πραγματοποιήθηκε σε ποντίκια και δημοσιεύθηκε στο Journal of Endocrinology.
Η μελέτη δείχνει ότι η αύξηση των επιπέδων της ορεξιογόνου γκρελίνης μετά από μια περίοδο νηστείας ώθησε τα ποντίκια να ξεκινήσουν να ασκούνται. Αυτά τα νέα ευρήματα δείχνουν ότι ο καλύτερος έλεγχος της διατροφής, για παράδειγμα ο περιορισμός της πρόσληψης τροφής κατά τη διάρκεια των γευμάτων ή η μέθοδος της διαλείπουσας νηστείας, θα μπορούσε να βοηθήσει τους υπέρβαρους ανθρώπους να διατηρήσουν μια πιο αποτελεσματική ρουτίνα άσκησης, να χάσουν βάρος και να αποφύγουν επιζήμιες επιπλοκές όπως ο σακχαρώδης διαβήτης και οι καρδιακές παθήσεις.
Ο περιορισμός στο φαγητό και η τακτική άσκηση είναι οι δύο κύριες στρατηγικές για την πρόληψη και τη θεραπεία της παχυσαρκίας. Ωστόσο, η πάθηση σχετίζεται συχνά με καθιστική ζωή και κακές διατροφικές συνήθειες. Κατά συνέπεια, η τήρηση ενός τακτικού προγράμματος άσκησης μπορεί να είναι δύσκολη λόγω ανικανότητας άσκησης για παρατεταμένο χρονικό διάστημα ή λόγω έλλειψης κινήτρων. Η γκρελίνη, που συχνά αναφέρεται ως «ορμόνη της πείνας», διεγείρει την όρεξη μέσω της δράσης της στον εγκέφαλο.
Στη μελέτη αυτή, ο Δρ. Yuji Tajiri και οι συνεργάτες του διερεύνησαν τη σχέση μεταξύ των επιπέδων άσκησης και γκρελίνης σε ποντίκια. Η πρόσληψη τροφής και το τρέξιμο των πειραματόζωων στον τροχό γυμναστικής συγκρίθηκαν ανάμεσα σε δύο ομάδες ζωικών μοντέλων. Τα μέλη της πρώτης είχαν ελεύθερη πρόσβαση σε τρόφιμα ενώ τα μέλη της δεύτερης τρέφονταν μόνο δύο φορές την ημέρα για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Παρότι οι δύο ομάδες κατανάλωσαν παρόμοια ποσότητα τροφής, τα ποντίκια της δεύτερης ομάδας που είχαν περιορισμένη πρόσληψη τροφής έτρεξαν αρκετά περισσότερο.
Τα πειραματόζωα που τροποποιήθηκαν γενετικά ώστε να μην παράγουν γκρελίνη ενώ είχαν και περιορισμένη διατροφή έτρεχαν λιγότερο συγκριτικά με τα ποντίκια που είχαν ελεύθερη πρόσβαση στο φαγητό. Το εύρημα αυτό μπορούσε να αντιστραφεί όταν στα ποντίκια χορηγείτο γκρελίνη. Επιπλέον, τα ποντίκια που είχαν ελεύθερη πρόσβαση στην τροφή και έλαβαν γκρελίνη έτρεχαν επίσης πολύ περισσότερο. Τα ευρήματα αυτά καταδεικνύουν ότι η γκρελίνη μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο τόσο στην όρεξη για φαγητό όσο και στην όρεξη για άσκηση.
«Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι η πείνα, η οποία ωθεί σε έκκριση γκρελίνης, μπορεί επίσης να εμπλέκεται στην αύξηση των κινήτρων για εθελοντική άσκηση, όταν η σίτιση είναι περιορισμένη», εξήγησε ο Δρ. Tajiri. «Συνεπώς, η διατήρηση μιας ρουτίνας υγιεινής διατροφής, με τακτικά γεύματα ή νηστεία, θα μπορούσε επίσης να ενισχύσει τα κίνητρα για άσκηση σε υπέρβαρους ανθρώπους».
«Αυτά τα ευρήματα και οι προηγούμενες αναφορές βασίζονται σε μελέτες σε ζωικά μοντέλα και είναι απαραίτητες πολύ περισσότερες μελέτες για να επιβεβαιωθεί ότι αυτή η δράση της γκρελίνης υπάρχει και στους ανθρώπους. Εάν καταστεί εφικτό να επαληθευθεί και στις κλινικές μελέτες, όχι μόνο δημιουργεί μία νέα, οικονομική και αποτελεσματική μέθοδο απώλειας βάρους αλλάυποδεικνύει μια νέα θεραπευτική εφαρμογή για φάρμακα που μιμούνται τη δράση της γκρελίνης».
Ο Δρ. Tajiri και η ομάδα του σχεδιάζουν τώρα τη διεξαγωγή περισσότερων μελετών για να επιβεβαιώσουν αυτά τα ευρήματα στον άνθρωπο και να εξετάσουν πώς η γκρελίνη δρα στον ανθρώπινο εγκέφαλο για να παράγει κίνητρα για φαγητό ή άσκηση και για να διερευνήσει τυχόν πιθανά πραγματικά κλινικά οφέλη για τη θεραπεία και την πρόληψη της παχυσαρκίας.