Μια ένωση που χρησιμοποιείται για την αντικατάσταση της θεωρούμενης ως ενδροκρινικού διαταράκτη δισφαινόλης Α (BPA), ίσως προκαλεί βλάβη στα λιποκύτταρα, πράγμα το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυξημένη φλεγμονή και παχυσαρκία.
Αυτά τουλάχιστον υποστηρίζει η πρώτη στο είδος της μελέτη με θέμα τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η δισφαινόλη AF (BPAF) στην υγεία, η οποία δημοσιεύθηκε στο American Journal of Physiology—Cell Physiology.
Πρόσφατες μελέτες υποδεικνύουν ότι, εκτός από τους παράγοντες του τρόπου ζωής, υπάρχουν και περιβαλλοντικοί παράγοντες που ίσως να συνεισφέρουν στην παχυσαρκία, μεταξύ των οποίων και η έκθεση σε χημικές ουσίες που επηρεάζουν το ενδοκρινικό σύστημα. Οι ουσίες αυτές διαταράσσουν τη λειτουργία των ενδοκρινικών ορμονών που διαχειρίζονται διάφορες διαδικασίες του σώματος, όπως ο μεταβολισμός και η ανάπτυξη.
Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι η BPA, που χρησιμοποιείται στην κατασκευή πλαστικών προϊόντων όπως μπουκάλια νερού, επαναχρησιμοποιούμενα σκεύη αποθήκευσης φαγητού και τα δοχεία κονσερβοποιημένων τροφίμων, μεταναστεύει στο φαγητό δημιουργώντας πιθανούς κινδύνους για την υγεία.
Λόγω αυτού, πολλοί κατασκευαστές επιλέγουν να φτιάχνουν τα προϊόντα τους χωρίς να χρησιμοποιούν τη BPA, αντικαθιστώντας τη με μια παρόμοια ένωση που ονομάζεται Bisphenol AF (BPAF). Οι πιθανές επιδράσεις της BPAF στη διαταραχή του ενδοκρινικού συστήματος δεν έχουν μελετηθεί εκτενώς, τουλάχιστον όχι όσο έχει μελετηθεί η BPA στα ζώα και, το σημαντικότερο, στους ανθρώπους.
Οι ερευνητές από το Ιατρικό Κολέγιο Baylor στο Χιούστον μελέτησαν προ-λιποκύτταρα, τη μη ώριμη εκδοχή των λιποκυττάρων, που δώρισαν υγιείς γυναίκες προκειμένου να προσδιοριστούν οι επιδράσεις της BPAF στη φλεγμονή και τις μεταβολικές αποκρίσεις που σχετίζονται με την παχυσαρκία.
Η ερευνητική ομάδα χορήγησε την ουσία BPAF σε λιποκύτταρα και τα ανέλυσε καθώς τα κύτταρα ωρίμαζαν. Όπως φάνηκε στην ανάλυση, η έκθεση στην BPAF αύξησε τη συγκέντρωση λιπιδίων, τα λιπώδη στοιχεία των κυττάρων, και ενεργοποίησε μια πρωτεΐνη που ρυθμίζει την παραγωγή λιποκυττάρων. Επιπλέον, η χορήγηση της BPAF οδήγησε σε βλάβη των ενεργειακών κέντρων των κυττάρων (μιτοχόνδρια) και αύξησε την έκφραση των γονιδίων που εμπλέκονται στη φλεγμονή, η οποία στην περίπτωση των λιποκυττάρων συμβάλλει αποφασιστικά στις επιπτώσεις του φαινομένου, όπως η παχυσαρκία και το μεταβολικό σύνδρομο.
«Είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε, βάσει της έκτασης της έκθεσης, αν η δραστικότητα της BPAF επηρεάζει τη φυσιολογία τόσο ώστε να επηρεάζει το μεταβολικό προφίλ της παχυσαρκίας. Παρόλα αυτά, η αυξημένη περιβαλλοντική συγκέντρωση των εναλλακτικών της BPA δημιουργεί την ανάγκη να κατανοήσουμε καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο η ουσία BPAF επιδρά στους ενδοκρινικούς ιστούς», σημειώνουν σε σχόλιό τους οι συγγραφείς.