Η αύξηση βάρους από την ηλικία των 20 έως και τη μέση ενήλικη ζωή συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο πρόωρου θανάτου, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μελέτης, που δημοσιεύτηκαν στο British Medical Journal, υπογραμμίζουν τη σημασία της διατήρησης του βάρους εντός των φυσιολογικών ορίων σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου, στο πλαίσιο της πρόληψης του κινδύνου πρόωρου θανάτου.
Οι συντάκτες της έρευνας από το Πανεπιστήμιο Επιστήμης και Τεχνολογίας Huazhong, στην Γουχάν της Κίνας, εξηγούν ότι η αύξηση του βάρους από την πρώιμη έως τη μέση ενήλικη ζωή αλλά και η μείωσή του από τη μέση έως την ύστερη ενήλικη ζωή συνδέεται με υψηλότερο κίνδυνο πρώιμου θανάτου.
Στις ΗΠΑ το 36% των ανδρών και το 38% των γυναικών ήταν παχύσαρκοι το 2016 σε αντίθεση με τα ποσοστά του 1975 που ήταν 11% και 14% αντίστοιχα. Στη Βρετανία ένας στους τέσσερις ενήλικες και το 20% των παιδιών, ηλικιών 10-11 ετών, είναι σημαντικά παχύσαρκα. Μέχρι σήμερα, ωστόσο, πολύ λίγα ήταν γνωστά για τις μακροπρόθεσμες επιδράσεις των μεταβολών βάρους κατά την ενήλικη ζωή.
Οι Κινέζοι ερευνητές βασίστηκαν σε δεδομένα από την αμερικάνικη έρευνα US National Health and Nutrition Examination Survey (NHANES) – αντιπροσωπευτική σε εθνικό επίπεδο ετήσια έρευνα που περιλαμβάνει συνεντεύξεις, ιατρικές εξετάσεις και δείγματα αίματος, για να μετρήσει την υγεία των πολιτών των ΗΠΑ- που έλαβε χώρα κατά τις χρονικές περιόδους 1988-1994 και 1999-2014.
Το πλήθος του δείγματος έφτασε τα 36.051 άτομα ηλικίας άνω των 40 ετών. Διαπιστώθηκε ότι αυτοί που ήταν παχύσαρκοι σε ηλικία 47 ετών κινδύνευαν περισσότερο από πρόωρο θάνατο όταν προσπαθούσαν να χάσουν το υπερβολικό αυτό βάρος συγκριτικά με τις περιπτώσεις που το διατηρούσαν. Καταγράφηκαν οι θάνατοι από κάθε αίτιο, ιδιαίτερα από καρδιαγγειακές νόσους, για μια περίοδο δώδεκα ετών. Σε αυτό το διάστημα ο αριθμός θανάτων ανήλθε σε 10.500, δηλαδή περίπου το 29%. Επίσης, βρέθηκε ότι αυτοί που ήταν παχύσαρκοι σε όλη την περίοδο της ζωής τους διέτρεχαν τον μεγαλύτερο κίνδυνο πρόωρου θανάτου από όλους του συμμετέχοντες (72%), αλλά αυτός φάνηκε να μειώνεται σταδιακά με την πάροδο του χρόνου.
Αυτοί των οποίων το βάρος αυξήθηκε από την νεαρή έως τη μέση ενήλικη ζωή διέτρεχαν αυξημένο κίνδυνο θνησιμότητας, σε σύγκριση με αυτούς που το διατηρούσαν στην ίδια ηλικιακή περίοδο. Η απώλεια βάρους κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου δεν σχετίστηκε με τη θνησιμότητα. Παρόλα αυτά, καθώς οι άνθρωποι μεγάλωναν, η συσχέτιση μεταξύ αύξησης βάρους και θνησιμότητας φάνηκε να εξασθενεί και να αντικαθίσταται από τη σχέση μείωση βάρους – αύξηση κινδύνου πρόωρου θανάτου. Αυτό φάνηκε να ισχύει από τη μέση έως την ύστερη ενήλικη ζωή. Δεν βρέθηκαν σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ διαφόρων μορφών αλλαγής βάρους και θνησιμότητας που οφείλεται στον καρκίνο.
Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι ίσως είναι σημαντικότερο να ενθαρρύνουμε την πρόληψη της περαιτέρω αύξησης βάρους παρά τη δίαιτα στις περιπτώσεις ατόμων που έχουν ήδη πάρει βάρος.
Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει πως το υπερβολικό βάρος μετά τα 75 έτη όχι μόνο δεν συνιστά παράγοντα επικινδυνότητας αλλά πιθανότατα παίζει προστατευτικό ρόλο. Φάνηκε ότι ο σχετικός κίνδυνος θανάτου από κάθε αίτιο και από καρδιαγγειακές παθήσεις μειώνεται με την αύξηση του Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) στα άτομα άνω των 75. Πρόκειται για ένα εύρημα που είναι γνωστό ως «παράδοξο παχυσαρκίας».
Κάποιοι ερευνητές πιστεύουν ότι το φαινόμενο αυτό εξηγείται από την τάση του ανθρώπου να επιβιώνει. Έτσι εκείνοι που επιβιώνουν σε μεγάλη ηλικία αναπτύσσουν ανθεκτικότητα στις επιπτώσεις της παχυσαρκίας.