Ο καρκίνος του μαστού είναι ο συχνότερος καρκίνος στις γυναίκες στον δυτικό κόσμο και η δεύτερη αιτία καρκινικού θανάτου. Ενώ η μαστογραφία συμβάλλει καθοριστικά στην έγκαιρη ανίχνευση των μαστικών όγκων, τα υπάρχοντα διαγνωστικά μηχανήματα εντοπίζουν και ύποπτες αλλοιώσεις που τελικά δεν είναι καρκινικές. Αυτό έχει ως συνέπεια έως και το 80% των βιοψιών που διενεργούνται να καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν πρόκειται για καρκίνο.
Ομάδα ειδικών από το Πανεπιστήμιο του Σεντ Λούις στις ΗΠΑ αναπτύσσουν ωστόσο μια μη επεμβατική απεικονιστική τεχνική που θα βοηθήσει τους ακτινολόγους να διακρίνουν τον καρκίνο από τους καλοήθεις όγκους μειώνοντας σημαντικά τις μη αναγκαίες βιοψίες, την οικονομική επιβάρυνση και το άγχος των ασθενών.
Οι ερευνητές με επικεφαλής την Quing Zhu, καθηγήτρια Βιοϊατρικής Μηχανολογίας στην Σχολή Μηχανολογία, Εφαρμοσμένων Επιστημών και Ακτινολογίας της Ιατρικής Σχολής του αμερικανικού πανεπιστημίου και τον Steven Poplack, καθηγητής Ακτινολογίας στο Ινστιτούτο Ακτινολογίας Mallinckrodt, με χρηματοδότηση δύο εκατομμυρίων δολαρίων από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ μελετούν κατά πόσο η νέα διαγνωστική μέθοδος είναι αποτελεσματική.
Με την χρήση υπερηχογραφικής τομογραφίας διάχυτου φωτός η νέα απεικονιστική τεχνική βασίζεται σε υπέρυθρο φως για να εξετάσει λεπτομερώς τα αιμοφόρα αγγεία της ύποπτης μάζας. Η μοναδική αυτή προσέγγιση χρησιμοποιεί έναν εμπορικό μετατροπέα υπερήχων και αισθητήρες οπτικής απεικόνισης υπέρυθρης ακτινοβολίας τοποθετημένους σε έναν αισθητήρα υπερήχων χειρός. Ο υπερηχογράφος εντοπίζει τη μάζα στο στήθος και οι οπτικοί αισθητήρες λαμβάνουν εικόνες της συνολικής συγκέντρωσης αιμοσφαιρίνης στη μάζα. Η αιμοσφαιρίνη, η οποία μεταφέρεται από τα ερυθρά αιμοσφαίρια, απορροφά το υπέρυθρο φως. Ένα υψηλότερο επίπεδο αιμοσφαιρίνης εγείρει υποψία για καρκίνο, ενώ τα χαμηλότερα επίπεδα μειώνουν την υποψία για κακοήθεια.
Η Δρ.Zhu και οι συνεργάτες της πραγματοποίησαν μελέτη σε δείγμα 288 ασθενών με μαστικούς όγκους για να καταγράψουν την κλινική επίπτωση της νέας διαγνωστικής τεχνικής στην απόφαση των γιατρών για διενέργεια βιοψίας ή όχι. Χρησιμοποιώντας ένα συντηρητικό όριο για τη συνολική αιμοσφαιρίνη που υπάρχει στους όγκους καθώς και την κλινική αξιολόγηση από δύο ακτινολόγους, η ομάδα διαπίστωσε ότι ο αριθμός των παραπομπών για βιοψία θα είχε μειωθεί κατά 45% με την νέα τεχνική.
Τώρα, οι ερευνητές σχεδιάζουν μια νέα κλινική μελέτη με 300 ασθενείς που έχουν ήδη υποβληθεί σε μαστογραφία και έχουν εντοπιστεί ύποπτες αλλοιώσεις και έχουν παραπεμφθεί για βιοψία. Όταν εντοπίζονται όγκοι συνήθως ταξινομούνται σε μια κλίμακα από το 2 έως το 5 (2=κακοήθεια, 5=υψηλή πιθανότητα για καρκίνο). Βιοψίες γίνονται σε έναν όγκο 4 και άνω, αλλά και πάλι η πλειοψηφία των ανωμαλιών που στέλνονται προς βιοψία τελικά αποδεικνύονται καλοήθεις.
«Πριν τη βιοψία οι ασθενείς θα υποβληθούν σε υπερηχογραφική τομογραφία διάχυτου φωτός», εξηγεί ο Δρ.Poplack και συμπληρώνει ότι οι ακτινολόγοι θα κληθούν στη συνέχεια να αποφασίσουν πως φαίνεται το ύποπτο εύρημα με συμβατική απεικονιστική τεχνική, ενώ θα τους δοθούν και πληροφορίες από την νέα τεχνική. Έπειτα θα πρέπει να αποφασίσουν για την διάγνωση.
Μια μικρότερη ομάδα ασθενών θα κάνει μαστογραφία και μετά ενισχυμένη μαστογραφία, δηλαδή με έγχυση ιωδίου προ της μαστογραφίας. Οι καρκινικοί όγκοι απορροφούν το ιώδιο πιο εύκολα από τους καλοήθεις όγκους ή τον φυσιολογικό ιστό. Και σε αυτή την περίπτωση οι ακτινολόγοι θα κληθούν να αποφασίσουν αν πρέπει να αλλάξουν την αρχική τους εκτίμηση ή όχι.
Οι Δρ. Zhu και Poplack θα συγκρίνουν τα αποτελέσματα και των δύο ομάδων συγκρίνοντας την αποτελεσματικότητα της υπερηχογραφικής τομογραφίας διάχυτου φωτός με την μαστογραφία με ιώδιο, για να δουν αν μπορεί η πρώτη να χρησιμοποιηθεί για την εξάλειψη της ανάγκης βιοψίας σε κάποιες περιπτώσεις ασθενών.