Την ώρα που η κυβέρνηση των Παρισίων προωθεί νομοσχέδιο που προβλέπει την επέκταση της «πλήρους» κάλυψης του κόστους που αφορά την αντισύλληψη κοριτσιών κάτω των 15 ετών σε μια προσπάθεια να περιοριστούν οι αμβλώσεις στις έφηβες 12-14 ετών, μια νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο JAMA Psychiatry αποκαλύπτει ότι οι έφηβες που παίρνουν αντισυλληπτικά χάπια διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο καταθλιπτικών συμπτωμάτων
Ο τρόπος που τα αντισυλληπτικά επηρεάζουν τη διάθεση διερευνάται από την πρώτη στιγμή που αυτά μπήκαν στη ζωή των γυναικών.
Η νέα μελέτη με επικεφαλής ερευνητές από το Brigham & Women’s Hospital, το Πανεπιστημιακό Ιατρικό Κέντρο Groningen (UMCG) και το Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Leiden προσθέτει νέα στοιχεία σε αυτό το ζήτημα διερευνώντας περισσότερες από 1.000 νέες γυναίκες αναφορικά με την εκδήλωση καταθλιπτικών συμπτωμάτων – κλάματα, υπερβολική υπνηλία, διαταραχές διατροφής.
Παρότι οι ερευνητές δεν παρατήρησαν ένα σημαντικό συσχετισμό ανάμεσα στη λήψη αντισυλληπτικών χαπιών και στα καταθλιπτικά συμπτώματα στο συνολικό πληθυσμό που εξέτασαν (γυναίκες 16-25 ετών), εντούτοις διαπίστωσαν ότι τα 16χρονα κορίτσια ανέφεραν πιο σοβαρά καταθλιπτικά συμπτώματα σε σύγκριση με τα 16χρονα που δεν έπαιρναν αντισυλληπτικά.
«Οι γυναίκες κάθε ηλικίας που πρόκειται να πάρουν αντισυλληπτικά ανησυχούν για τις επιπτώσεις που αυτά έχουν στη διάθεσή τους και τον κίνδυνο κατάθλιψης» επισημαίνει ο υπεύθυνος για την αλληλογραφία συγγραφέας Δρ. Anouk de Wit πρώην εκπαιδευόμενος στο Τμήμα Ψυχιατρικής του Νοσοκομείου Brigham’s και τώρα πλέον στο αντίστοιχο τμήμα του UMCG. Η ανησυχία αυτή δε είναι μεγαλύτερη για τις έφηβες που ούτως ή άλλως έχουν πολλές συναισθηματικές μεταπτώσεις.
Τα καταθλιπτικά συμπτώματα μπορεί να μην έχουν τη βαρύτητα ενός επεισοδίου κατάθλιψης εντούτοις παρουσιάζονται συχνότερα και επηρεάζουν την ποιότητα ζωής των γυναικών, ενώ προκαλούν ανησυχία στις έφηβες και τους γονείς τους επισημαίνουν οι ερευνητές.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας παρότι συνολικά δεν παρατηρήθηκε συσχετισμός ανάμεσα στη λήψη αντισυλληπτικών και την βαρύτητα των συμπτωμάτων κατάθλιψης, για τις 16χρονες συμμετέχουσες στη μελέτη η βαρύτητα των εν λόγω συμπτωμάτων ήταν κατά 21% υψηλότερη σε σχέση με τις συνομίληκές τους που δεν έπαιρναν αντισυλληπτικά. Οι συγκεκριμένες δηλαδή ανέφεραν περισσότερα κλάμματα, υπνηλία και διαταραχές διατροφής.
Λόγω του σχεδιασμού της έρευνας (μελέτη παρατήρησης) ωστόσο, δεν κατέστη δυνατό να παγιωθεί ένας συσχετισμός αιτίου – αποτελέσματος και να τεκμηριωθεί αν πράγματι τα αντισυλληπτικά ευθύνονταν για τις αλλαγές στη διάθεση.
Ένας ακόμη περιορισμός της μελέτης είναι ότι διεξήχθη σε ένα σχετικά ομοιογενή πληθυσμό όπως οι Ολλανδοί, οπότε πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω τι ισχύει σε πιο διαφοροποιημένους πληθυσμούς.
Σε κάθε περίπτωση οι ερευνητές επισημαίνουν ότι οι γονείς και οι πάροχοι υγείας θα πρέπει να γνωρίζουν για την πιθανότητα η λήψη αντισυλληπτικών να επηρεάσει τη διάθεση και την ποιότητα ζωής των κοριτσιών.