Η μη φυσιολογική ενδομήτρια ανάπτυξη του εμβρύου, μια κοινή επιπλοκή του διαβήτη κύησης, ξεκινά εβδομάδες πριν οι μέλλουσες μητέρες εξεταστούν για τη νόσο, σύμφωνα με μια νέα έρευνα που παρουσιάστηκε στην Ετήσια Συνάντηση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Μελέτη του Σακχαρώδους Διαβήτη (EASD) στη Βαρκελώνη (16-20 Σεπτεμβρίου).
Η ανάλυση των σχεδόν 8.000 μονών κυήσεων στη Νότια Κορέα αποκάλυψε ότι στις γυναίκες που στην πορεία διαγιγνώσκονται με διαβήτη κύησης, η ανάπτυξη του εμβρύου μέσα στη μήτρα είναι ήδη μη φυσιολογική ήδη μεταξύ της 20ης και 24ης εβδομάδας κύησης, δηλαδή περισσότερο από τέσσερις εβδομάδες πριν το συνιστώμενο χρόνο ελέγχου.
Δεδομένου του υψηλού κινδύνου επιπλοκών που μπορεί να προκαλέσει ο διαβήτης κύησης τόσο για τη μητέρα όσο και για το παιδί, ο έλεγχος των γυναικών νωρίτερα στην εγκυμοσύνη είναι πιθανό να βελτιώσει τα δεδομένα της υγείας τους, όπως λένε οι ερευνητές.
«Η κοιλιακή υπερανάπτυξη του μωρού μέσα στη μήτρα θεωρείται ότι υποδεικνύει εμβρυϊκή παχυσαρκία, όχι απλά ένα μεγάλο μωρό. Τα ευρήματα μας υποστηρίζουν ότι η διάγνωση του διαβήτη κύησης και η εφαρμογή παρεμβάσεων για τη μείωση του κινδύνου από την υπερβολική ανάπτυξη του εμβρύου, όπως η διατροφή και η άσκηση νωρίς στην εγκυμοσύνη μάλλον είναι απαραίτητα για την πρόληψη βλαβών για τις μητέρες και τα παιδιά τους», εξηγεί ο Δρ. Yoo Lee Kim από το Πανεπιστήμιο CHA που ηγήθηκε της μελέτης.
Ο διαβήτης κύησης, ένα είδος προσωρινού διαβήτη κατά τον οποίο οι ορμονικές αλλαγές κατά την εγκυμοσύνη διαταράσσουν την έκκριση ινσουλίνης, επηρεάζει 3-20% των εγκύων, με εκείνες που είναι παχύσαρκες ή/και μεγαλύτερες σε ηλικία να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο. Οι γυναίκες που εμφανίζουν διαβήτη κύησης έχουν επτά φορές περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν διαβήτη τύπου 2 τα χρόνια που ακολουθούν την εγκυμοσύνη. Πρόκειται για μια κατάσταση που, αν δεν διαγνωσθεί και δε θεραπευτεί, μπορεί να προκαλέσει αυξημένο βάρος γέννησης για το παιδί, αυξημένο σωματικό λίπος και μειωμένη ευαισθησία στην ινσουλίνη, ενώ αυξάνει την πιθανότητα παχυσαρκίας και διαβήτη αργότερα στη ζωή του παιδιού.
Για να προσδιορίσουν αν η υπερανάπτυξη του εμβρύου συμβαίνει ήδη από τις 20-24 εβδομάδες κύησης, οι ερευνητές ανέλυσαν το ιατρικό ιστορικό 7.820 γυναικών που βρίσκονταν σε περίοδο εγκυμοσύνης. Μέτρησαν μέσω υπερήχου την κοιλιακή περιφέρεια του εμβρύου, το μέγεθος του κεφαλιού και το μήκος του μηρού τουλάχιστον τέσσερις εβδομάδες πριν την εξέταση για διαβήτη κύησης (στην 22η εβδομάδα, 7.297 εξετάσεις), την ίδια στιγμή με την εξέταση για διαβήτη κύησης (26η εβδομάδα, 5.388 εξετάσεις) και κοντά στο τέλος της κύησης (35η εβδομάδα, 5.404 εξετάσεις).
Στην 22η εβδομάδα της εγκυμοσύνης, ο υπέρηχος αποκάλυψε ότι τα έμβρυα των μητέρων που είχαν διαγνωσθεί με διαβήτη κύησης είχαν ήδη σημαντικά μεγαλύτερη κοιλιακή περιφέρεια σε σύγκριση με τα παιδιά των γυναικών με φυσιολογική ανοχή στη γλυκόζη και παρέμενε μη φυσιολογικά μεγάλη μέχρι και την 35 εβδομάδα της κύησης. Ωστόσο, το μέγεθος του κεφαλιού και το μήκος των μηρών δεν παρουσίαζε σημαντική διαφορά ανάμεσα στις δύο ομάδες.
Ακόμα και μεταξύ γυναικών χωρίς διαβήτη, τα παιδιά που είχαν γεννηθεί από μητέρες μεγαλύτερες σε ηλικία ή παχύσαρκες είχαν σημαντικά μεγαλύτερο κίνδυνο να έχουν μη φυσιολογικά μεγάλη κοιλιακή περιφέρεια στην 22η εβδομάδα του ελέγχου.
Ο Δρ. Kim καταλήγει: «Ο έγκαιρος έλεγχος και η προσεκτική παρακολούθηση μπορεί να αποδειχθούν ιδιαίτερα επωφελή για τις παχύσαρκες ή γηραιότερες μητέρες, καθώς η εμβρυική ανάπτυξη είναι ήδη μη φυσιολογική στους πέντε μήνες στις γυναίκες υψηλού κινδύνου, πράγμα που σημαίνει ότι τα παιδιά τους είναι ήδη μεγαλύτερα τη στιγμή της διάγνωσης».
Πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι η εν λόγω μελέτη είναι παρατηρητική, επομένως δεν μπορεί να αναδείξει οριστικά συμπεράσματα αιτίου-αποτελέσματος, ειδικά αν λάβουμε υπόψιν και τους περιορισμούς τους οποίους επισημαίνουν και οι ίδιοι οι ερευνητές.