Ερευνητές από το Ινστιτούτο Ιατρικών Ερευνών QIMR Berghofer της Αυστραλίας εντόπισαν ένα βασικό παράγοντα της νόσου Crohn, ο οποίος θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέες θεραπείες για την εν λόγω πάθηση που συχνά γίνεται εξουθενωτική.
Προς το παρόν δεν υπάρχει κάποια διαθέσιμη θεραπεία για τη νόσο Crohn, ένα από τα Ιδιοπαθή Φλεγμονώδη Νοσήματα του Εντέρου, παρόλο που πρόκειται για μια ασθένεια που επηρεάζει χιλιάδες ανθρώπων. Οι επιστήμονες του QIMR Berghofer, λοιπόν, πραγματοποίησαν μία έρευνα που δημοσίευσαν στο Clinical & Translational Immunology, κατά την οποία βρήκαν ότι η δραστηριότητα της πρωτεΐνης PD-L2 ήταν μεγαλύτερη από το φυσιολογικό στους πάσχοντες από τη νόσο Crohn.
Η πρωτεΐνη αυτή λειτουργεί ως μόριο – «φύλακας» του ανοσοποιητικού συστήματος, που «καθορίζει» αν τα υπόλοιπα μόρια των κυττάρων θα πρέπει να αντιδράσουν σε μια απειλή.
Η Δρ. Michelle Wykes που ηγήθηκε της μελέτης μαζί με τον Δρ. Graham Radford-Smith, ανέφερε πως η προηγούμενη εργασία της εξέταζε τον ρόλο που έπαιζε η PD-L2 σε ασθένειες όπως ο καρκίνος και η ελονοσία, οδηγώντας την ομάδα να διερευνήσει και το ρόλο της στη νόσο Crohn.
«Οι προηγούμενες μελέτες μας έδειξαν ότι η πρωτεΐνη PD-L2 έλειπε από το αίμα και τον ιστό ασθενών με καρκίνο και ελονοσία. Αυτό σημαίνει ότι τα άλλα μόρια καταστολής της φλεγμονής δεν ελέγχονταν, με αποτέλεσμα να καταστέλλουν υπερβολικά και το ανοσοποιητικό σύστημα. Τότε ήταν που αναρωτηθήκαμε αν το αντίθετο αυτής της κατάστασης συνέβαινε στη νόσο Crohn, η οποία χαρακτηρίζεται από υπερβολική φλεγμονή», σημείωσε χαρακτηριστικά η επιστήμονας.
Αυτό ακριβώς διαπιστώθηκε τελικά, ότι δηλαδή υπήρχε υπερβολική ποσότητα αυτών των πρωτεϊνών στο αίμα των πασχόντων από νόσο Crohn. Και η υπεραφθονία αυτή προφανώς απέτρεπε άλλα μόρια από τη λειτουργία τους ως προς την καταστολή της φλεγμονής.
Οι ερευνητές εξέτασαν δείγματα αίματος και ιστού από 29 ασθενείς που είχαν λάβει θεραπεία για τη νόσο Crohn, με τον εργαστηριακό έλεγχο να δείχνει ότι αν τα αντισώματα που ελέγχουν την PD-L2 εισάγονταν στα κύτταρα με νόσο Crohn, η φλεγμονή μπορούσε να επιβραδυνθεί.
Ο Δρ. Radford-Smith τόνισε ότι τα αποτελέσματα της μελέτης θα μπορούσαν να παράσχουν στους επιστήμονες ένα νέο στόχο για πιθανές θεραπείες και έθεσε σε προτεραιότητα την προσπάθεια εκ μέρους της ερευνητικής ομάδας προκειμένου η έρευνα να επεκταθεί σε ένα μεγαλύτερο αριθμό ασθενών, ώστε να εξεταστεί καλύτερα αυτό το νέο και σημαντικό εύρημα.