Η βιταμίνη D φαίνεται ότι ενισχύει την δράση της ινσουλίνης στο σώμα και έτσι κατά κάποιο τρόπο ανακόπτει την εκδήλωση διαβήτη, υποστηρίζουν Καναδοί ερευνητές σε άρθρο που δημοσίευσαν στο European Journal of Endocrinology.
Η ινσουλίνη ως γνωστόν παράγεται από το πάγκρεας και είναι καθοριστικής σημασίας για τον μεταβολισμό της γλυκόζης, αλλά στην περίπτωση των πασχόντων από διαβήτη, είτε δεν παράγεται σε επάρκεια, είτε παράγεται μικρότερη από την απαιτούμενη.
Μάλιστα, λόγω των αυξανόμενων ποσοστών παχυσαρκίας παγκοσμίως ο διαβήτης έχει τεθεί στο μικροσκόπιο των επιστημόνων αφού ειδικά ο τύπου 2 θεωρείται απόρροια του ανθυγιεινού τρόπου ζωής, θέτοντας το άτομο σε κίνδυνο εκδήλωσης και άλλων νοσημάτων.
Επιστημονική ομάδα από το Πανεπιστήμιο Laval του Κεμπέκ, με επικεφαλής την Δρ. Claudia Gagnon, έρχονται τώρα να παρουσιάσουν μια νέα θεωρία σύμφωνα με την οποία η βιταμίνη D ή αλλιώς «βιταμίνη του ήλιου» (επειδή την συνθέτει ο ανθρώπινος οργανισμός δια της έκθεσης στον ήλιο) μπορεί να ανακόψει τον διαβήτη ειδικά στους νεο-διαγνωσμένους ασθενείς αλλά και να εμποδίσει την εκδήλωσή του σε άτομα που βρίσκονται σε προ-διαβητικό στάδιο.
Μάλιστα, σύμφωνα με όσα παρουσιάζουν σε σχετικό άρθρο στο European Journal of Endocrinology, η βιταμίνη D βελτιώνει την δράση της ινσουλίνης στον μυϊκό ιστό μετά από έξι μήνες.
«Ο λόγος που παρατηρήθηκαν βελτιώσεις στον μεταβολισμό της γλυκόζης μετά από χορήγηση συμπληρώματος βιταμίνης D σε άτομα υψηλού κινδύνου για διαβήτη ή σε νεο-διαγνωσμένους ασθενείς, ενώ άλλες μελέτες όχι, είναι προς το παρόν άγνωστος. Μπορεί να οφείλεται σε βελτιώσεις στην μεταβολική λειτουργικότητα που είναι δυσκολότερο να εντοπιστούν σε άτομα που πάσχουν πολλά χρόνια από διαβήτη ή απαιτείται μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για να είναι ορατά τα οφέλη», εξηγεί η Δρ. Gagnon.
Στο δείγμα είχαν συμπεριληφθεί 96 άτομα με διαβήτη τύπου 2 ή προ-διαβήτη, δηλαδή όταν τα επίπεδα της γλυκόζης είναι στο ανώτερο φυσιολογικό επίπεδο.
Η λειτουργικότητα της ινσουλίνης και ο μεταβολισμός της γλυκόζης είχαν αξιολογηθεί πριν και μετά από έξι μήνες από την χορήγηση υψηλών δόσεων (πενταπλάσιων των συνιστώμενων ημερήσιων δόσεων) βιταμίνης D. Συγκεκριμένα, οι μισοί συμμετέχοντες (κυρίως 50 και 60 ετών) είχαν πάρει 5.000 IU και οι άλλοι μισοί εικονικό συμπλήρωμα διατροφής.
Λιγότεροι από τους μισούς, το 46% είχαν χαμηλή βιταμίνη D στην αρχή. Η ανεπάρκεια βιταμίνης D έχει σχετιστεί με την εκδήλωση διαβήτη.
Υπό το φως των νέων ευρημάτων η Δρ. Gagnon σημειώνει ότι αν και ενθαρρυντικά θα πρέπει να επαληθευθούν σε μεγαλύτερη κλινικά δείγματα ώστε να αποσαφηνιστεί αν παίζουν ρόλο γενετικοί ή άλλοι παράγοντες κι αν αυτός ο θετικός συσχετισμός μπορεί να διατηρεί σε βάθος χρόνου.