Στο άκουσμα ότι κάποιος πάσχει από Πολλαπλή Σκλήρυνση (ΠΣ) συνήθως το πρώτο που μας έρχεται στο μυαλό είναι ότι τίθεται σε κίνδυνο η σωματική αρτιμέλεια του. Ωστόσο, η επίπτωση της ΠΣ στις νοητικές λειτουργίες του ασθενή τα τελευταία χρόνια βρίσκεται στο επίκεντρο του επιστημονικού ενδιαφέροντος.
Στο πρόσφατο 5ο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νευρολογίας, που διεξήχθη στο Όσλο της Νορβηγίας το θέμα της γνωστικής εξασθένησης σε άτομα με ΠΣ συζητήθηκε εκτενώς στη συνεδρία “MS Diagnostic Challenges and Cognitive Impairment in a Changing World”, την οποία παρακολούθησε ο κ. Αναστάσιος Ωρολογάς, Ομότιμος Καθηγητής Νευρολογίας ΑΠΘ, Επιστημονικά Υπεύθυνος του Κέντρου Πολλαπλής Σκλήρυνσης στην Κλινική «Άγιος Λουκάς» της Θεσσαλονίκης.
Οι συμμετέχοντες στο πάνελ καθηγητές Bassem Yamout (Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Βηρυτού), Majda Thurnher (Πανεπιστήμιο της Βιέννης), Ralph Benedict (Πανεπιστήμιο του Μπάφαλο) και Carlo Tornatore (Πανεπιστήμιο Georgetown) εστίασαν στην ανάγκη έγκαιρης αξιολόγησης της γνωστικής εξασθένησης στους ασθενείς με ΠΣ, υπό την προϋπόθεση της αγαστής συνεργασίας Νευρολόγων και άλλων συναφών ιατρικών ειδικοτήτων αλλά και τη δυνατότητα διατήρησης ή βελτίωση της γνωστικότητας μέσω των σύγχρονων θεραπευτικών στρατηγικών.
Σχολιάζοντας τα όσα ακούστηκαν από τους ομιλητές ο κ. Αναστάσιος Ωρολογάς εξήγησε μιλώντας στο ygeiamou.gr ότι, «η αύξηση της συχνότητας της Πολλαπλής Σκλήρυνσης είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο, χωρίς προς το παρόν να είναι γνωστοί οι λόγοι που συμβαίνει αυτό. Σε ένα 5% η έναρξη γίνεται στην παιδική ηλικία και αρχίζει υποκλινικά με έκπτωση της γνωστικής ικανότητας». Σημειωτέον ότι στην Ελλάδα αν και δεν υπάρχει επίσημο μητρώο καταγραφής ασθενών, εκτιμάται ότι από πάσχουν περίπου 14.000 άτομα.
«Οι γνωστικές λειτουργίες που επηρεάζονται είναι κυρίως η ταχύτητα επεξεργασίας πληροφοριών, η εργαζόμενη μνήμη, η οπτικοχωρική μνήμη και η προσοχή. Γνωστικές διαταραχές παρατηρούνται σε ποσοστό περίπου 45% των ασθενών με ΠΣ. Αρχίζοντας με 35% στο πρώτο απομυελινωτικό επεισόδιο, 45% στην υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα μορφή της νόσου, 80% στην δευτεροπαθώς προϊούσα και τέλος 90% στην πρωτοπαθώς προϊούσα. Η κλίμακα αναπηρίας (EDSS) και η ηλικία του/της ασθενούς φαίνεται κυρίως να καθορίζουν την γνωστική έκπτωση», εξηγεί ο κ. Ωρολογάς.
Προσθέτει δε ότι «η γνωστική εξασθένιση επειδή γίνεται πολύ προοδευτικά στη ΠΣ πολλές φορές δεν γίνεται αντιληπτή εγκαίρως, ακόμα και από το οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον, παρά μόνο από ειδικές νευροψυχολογικές δοκιμασίες μετά τη διάγνωση της νόσου, ή από άλλα πιο θορυβώδη συμπτώματα (π.χ. οπτική νευρίτιδα, μυελοπάθεια κ.λπ.), ενώ είναι πολλές άλλες αιτίες που θα πρέπει να αποκλεισθούν διαφοροδιαγνωστικά».
Δεδομένου ότι οι συμμετέχοντες καθηγητές στο πάνελ “MS Diagnostic Challenges and Cognitive Impairment in a Changing World” τόνισαν την ανάγκη έγκαιρης αξιολόγησης της γνωστικής εξασθένησης ευθύς εξ αρχής, τίθεται το ερώτημα αν στην Ελλάδα οι Νευρολόγοι διερευνούν από την αρχή αυτή την παράμετρο.
«Οι γνωστικές λειτουργίες θα πρέπει να αξιολογούνται μετά τη διάγνωση της ΠΣ και να παρακολουθούνται περιοδικά με ειδικές νευροψυχολογικές δοκιμασίες (π.χ. CogEval TM). Η έλλειψη χρόνου είναι η αιτία που πολλοί συνάδελφοι στην Ελλάδα δεν έχουν την πολυτέλεια για τέτοιες εκτιμήσεις. Όμως, θα πρέπει οπωσδήποτε να συνταγογραφούν μία φορά το χρόνο MRI εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού, στο ίδιο μηχάνημα κάθε φορά, γιατί αποδείχτηκε ότι είναι 10 φορές πιο ευαίσθητη από ότι περιγράφει ο ασθενής ως σύμπτωμα και 10 φορές πιο ευαίσθητη από ότι ο Νευρολόγος καταγράφει με την κλινική εξέταση. Η ατροφία του εγκεφάλου και ειδικότερα της υποφλοιώδους φαιάς ουσίας, του θαλάμου και του κελύφους της φαιάς ουσίας, προλαμβάνονται με την έγκαιρη κλιμάκωση σε δεύτερης γραμμής τροποποιητικές θεραπείες, που αποδείχθηκαν αποτελεσματικότερες», απαντά ο κ. Ωρολογάς.
Μάλιστα, ο Ομότιμος Καθηγητής Νευρολογίας υπενθυμίζει ότι «τα τελευταία 25 χρόνια έχουμε 15 τροποποιητικές θεραπείες για την επιβράδυνση της εξέλιξης όλων των μορφών της νόσου παγκοσμίως. Φαίνεται ότι οι ιντερφερόνες λιγότερο σαν πρώτης γραμμής θεραπείες και η φιγκολιμόδη, η ναταλιζουμάμπη και η αλεμτουζουμάμπη από τις θεραπείες δεύτερης γραμμής, έδειξαν να ασκούν μεγαλύτερη προστατευτική δράση ενάντια στη γνωστική εξασθένιση».
Και προσθέτει ότι επειδή «η έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών σε άτομα με ΠΣ είναι δείκτης της επιδείνωσης της πάθησης, θα μπορούσε πρακτικά μία επιδείνωση της τάξεως του 10% στην νευροψυχολογική δοκιμασία SDMT να οδηγούσε σε κλιμάκωση της τροποποιητικής αγωγής (π.χ. από πρώτης γραμμής αγωγή σε δεύτερη ή από φιγκολιμόδη σε ναταλιζουμάμπη ή αλεμτουζουμάμπη), όπως συζητήσαμε σε πρόσφατο συνέδριο στη Μαδρίτη φέτος την Άνοιξη με θέμα τις “γκρίζες ζώνες” της Νευρολογίας».
Αλλά υπογραμμίζει πως, «πρώτα θα πρέπει να είμαστε σίγουροι για την σωστή διάγνωση της ΠΣ, που παρά τα 150 χρόνια από την περιγραφή της από τον Charcot και τα 35 χρόνια της Μαγνητικής Τομογραφίας, γίνεται ένα μεγάλο ποσοστό λάθους στη διάγνωση παγκοσμίως. Και φυσικά η έγκαιρη και σωστή αξιολόγηση της γνωστικής έκπτωσης που οφείλεται στη ΠΣ, αλλά και η παρακολούθηση της εξέλιξής της απαιτεί, πέρα από τις εξελιγμένες διαγνωστικές τεχνικές, την καλύτερη δυνατή συνεργασία ειδικών για τη νόσο Νευρολόγων, Νευροακτινολόγων και καλά εκπαιδευμένων κλινικών Νευροψυχολόγων».