Σχέση μεταξύ της δόσης ραδιενεργού ιωδίου, ως θεραπεία για τον υπερθυρεοειδισμό και του μακροπρόθεσμου κινδύνου θανάτου από καρκίνο, βρήκαν ερευνητές από Αμερικανικό Ινστιτούτο για τον Καρκίνο, σε έρευνα που δημοσιεύθηκε στο JAMA Internal Medicine.
«Ανακαλύψαμε μία ξεκάθαρη σχέση μεταξύ αυτής της ευρέως χορηγούμενης θεραπείας και του μακροχρόνιου κινδύνου θανάτου από συμπαγείς όγκους, συμπεριλαμβανομένου του καρκίνου του μαστού, στη μεγαλύτερη του είδους της μελέτη σε ασθενείς που νοσηλεύθηκαν για υπερθυρεοειδισμό», εξηγεί η Cari Kitahara, επικεφαλής της μελέτης.
«Υπολογίσαμε ότι για κάθε 1.000 ασθενείς περίπου 20 έως 30 επιπλέον θάνατοι από συμπαγείς καρκίνους εμφανίζονταν ως αποτέλεσμα της έκθεσης στην ακτινοβολία» συμπληρώνει.
Τα νέα ευρήματα είναι απόρροια μακροχρόνιας παρακολούθησης ανθρώπων με υπερθυρεοειδισμό οι οποίοι υποβλήθηκαν σε θεραπεία από το 1946 έως το 1964. Ωστόσο οι ερευνητές εστίασαν σε 19.000 άτομα από την πρωτότυπη αυτή έρευνα – δηλαδή όλοι όσοι έλαβαν ραδιενεργό ιώδιο και δεν είχαν καρκίνο κατά την έναρξη της μελέτης.
Με μία καινοτόμο, ολοκληρωμένη μέθοδο υπολογισμού της δόσης ραδιενεργού ιωδίου που εδέχθη κάθε όργανο ή ιστός του σώματος του ασθενούς.
Όπως ήταν αναμενόμενο η μεγαλύτερη δοσολογία απορροφήθηκε από τον θυρεοειδή αδένα, όμως και άλλα όργανα, όπως οι μαστοί και το στομάχι είχαν επίσης εκτεθεί στο ραδιενεργό ιώδιο κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Στη συνέχεια οι επιστήμονες εντόπισαν θετική συσχέτιση ανάμεσα στην δοσολογία που είχε απορροφήσει κάθε όργανο και στην θνησιμότητα από καρκίνο.
Η σχέση ήταν στατιστικά σημαντική για τον καρκίνο του μαστού, καθώς κάθε 100 mGy ραδιενεργού ιωδίου οδηγούσαν σε αυξημένο κατά 12% κίνδυνο θνησιμότητας από καρκίνο του μαστού και από άλλους συμπαγείς όγκους για τους οποίους ο σχετικός κίνδυνος θνησιμότητας αυξανόταν κατά 5% για κάθε 100 mGy.
«Βρήκαμε ότι ο αυξημένος κίνδυνος θανάτου από συμπαγείς όγκους γενικά και από καρκίνο του μαστού ειδικότερα είναι περιορισμένος, αλλά το ραδιενεργό ιώδιο εξακολουθεί να είναι μία ευρείας χρήσης θεραπεία για τον υπερθυρεοειδισμό. Είναι σημαντικό για τους ασθενείς αλλά και για τους γιατρούς να συζητούν για τους κινδύνους και τα οφέλη από κάθε πιθανή θεραπευτική επιλογή», επισημαίνουν η ερευνήτρια.
Σημειώνει επίσης ότι χρειάζεται επιπλέον έρευνα για πλήρη αξιολόγηση της αναλογίας κινδύνου-οφέλους από το ραδιενεργό ιώδιο έναντι άλλων διαθέσιμων θεραπειών για τον υπερθυρεοειδισμό. Επιπλέον επειδή ο τύπος των φαρμάκων που χορηγούνταν στους ασθενείς κατά τη διεξαγωγή της μελέτης ήταν διαφορετικός συγκριτικά με αυτά που χορηγούνται σήμερα, είναι απαραίτητο να γίνουν περισσότερες μελέτες για να αξιολογηθούν οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις υγείας για τα φάρμακα της εποχής μας συμπεριλαμβανομένου και του ραδιενεργού ιωδίου.