Φανταστείτε τον εαυτό σας σε ένα τραπέζι πόκερ στο Λας Βέγκας. Έχετε κακό χαρτί και ως εκ τούτου πολύ λίγες πιθανότητες να κερδίσετε την παρτίδα. Ακόμα κι έτσι το μεγάλο ποσό που βρίσκεται στο τραπέζι σε συνδυασμό με την τύχη που είχατε στους τελευταίους γύρους σας προσκαλεί να ποντάρετε.
Γιατί όμως οι άνθρωποι λαμβάνουν αποφάσεις με τόσο μεγάλο ρίσκο, όχι μόνο στα καζίνο, αλλά και στη ζωή τους;
Μία ομάδα του Πανεπιστημίου John Hopkins βρήκε ότι η απόφαση «τζογαρίσματος» ακόμα κι αν οι πιθανότητες είναι αντίξοες είναι αποτέλεσμα μίας εσωτερικής τάσης που οδηγεί σε δυναμικές «έλξης – ώθησης» ανάμεσα στα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου. Είτε έχετε χάσει μία σειρά από παιχνίδια, είτε έχετε ένα σερί νικών τα συναισθήματα που βιώνετε οδηγούν σε επανάληψη της συμπεριφοράς, αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει η μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Proceedings of the National Academy of Sciences.
«Αυτό που μάθαμε είναι πως υπάρχει μία προκατάληψη που αναπτύσσεται με την πάροδο του χρόνου η οποία μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να βλέπουν διαφορετικά τους κινδύνους», δήλωσε η Sridevi Sarma, καθηγήτρια βιοϊατρικής μηχανικής στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins.
Η ομάδα της Δρ. Sarma αποπειράθηκε να καταλάβει και να εξηγήσει γιατί οι άνθρωποι τείνουν να παίρνουν ρίσκα ακόμα κι αν οι πιθανότητες είναι εναντίον τους ενώ αποφεύγουν να ρισκάρουν όταν οι πιθανότητες είναι υπέρ τους. Θέλησαν επίσης να μάθουν από ποιο σημείο του ανθρώπινου εγκεφάλου καθορίζεται αυτή η συμπεριφορά. Οι επιστήμονες ζήτησαν από τους ασθενείς στην Μονάδα Παρακολούθησης Επιληψίας της Κλινικής του Cleveland, να παίξουν ένα απλό παιχνίδι χαρτιών που συνεπάγεται ανάληψη ρίσκου.
Οι ασθενείς είχαν υποβληθεί σε στερεο-ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, μία διαδικασία στην οποία οι γιατροί εμφύτευαν πολλαπλά ηλεκτρόδια στους εγκεφάλους των ασθενών για να τους επιτρέπει να εντοπίσουν την πηγή των επιληπτικών κρίσεων στοχεύοντας σε μελλοντική χειρουργική θεραπεία. Κάθε ένα από αυτά τα ηλεκτρόδια έχει 10 έως 16 κανάλια τα οποία καταγράφουν με σήματα τάσης στους νευρώνες που το περιβάλλουν. Τα ηλεκτρόδια επέτρεψαν επίσης στην Δρ. Sarma και την ομάδα της να ρίξουν μία καλύτερη ματιά στους εγκεφάλους των ασθενών σε πραγματικό χρόνο, ενώ αυτοί λάμβαναν τις αποφάσεις παίζοντας χαρτιά εναντίον του υπολογιστή.
Το παιχνίδι ήταν αρκετά απλό. Ο υπολογιστής είχε άπειρα χαρτιά 5 διαφορετικών τιμών – 2,4,6,8,10 – κάθε ένα από τα οποία ήταν εξίσου πιθανό να εμφανιστεί. Μετά από κάθε γύρο τα χαρτιά επέστρεφαν στη διάθεση του υπολογιστή αφήνοντας τις πιθανότητες αναλλοίωτες.
Στους παίχτες παρουσιάζονταν δύο κάρτες στην οθόνη του υπολογιστή. Η μία ήταν ανοιχτή προς αυτούς ενώ η δεύτερη ήταν η κάρτα του υπολογιστή και δεν έβλεπαν τι αριθμός ήταν. Οι παίκτες έπρεπε να ποντάρουν χαμηλά ή υψηλά ποσά ανάλογα με το αν πίστευαν αν η κάρτα τους είχε υψηλότερη ή χαμηλότερη αξία από αυτή του υπολογιστή.
Οι ερευνητές παρατήρησαν πως όταν άνοιγε χαρτί 2,4,8 ή 10 οι συμμετέχοντες πόνταραν γρήγορα και ενστικτωδώς. Ωστόσο όταν το χαρτί ήταν 6 ωθούνταν σε ψηλότερα ή χαμηλότερα στοιχήματα ανάλογα με τη σκέψη τους παρόλο που οι πιθανότητες να πάρουν υψηλότερο ή χαμηλότερο χαρτί ήταν οι ίδιες με τις προηγούμενες. Με άλλα λόγια, το ποντάρισμα των συμμετεχόντων βασιζόταν στο πώς πόνταραν προηγουμένως και τι χαρτί είχε βγει, ασχέτως αν τα προηγούμενα αποτελέσματα δεν μπορούσαν να έχουν καμία σχέση με το αποτέλεσμα των νέων πονταρισμάτων.
Εξετάζοντας τα νευρωνικά σήματα που παρατηρήθηκαν κατά τα τέσσερα στάδια του παιχνιδιού η ομάδα των ερευνητών εντόπισε μία κυριαρχία των εγκεφαλικών κυμάτων γάμμα. Ήταν ακόμα ικανοί να εντοπίσουν αυτά τα σήματα σε συγκεκριμένα σημεία του εγκεφάλου. Απεδείχθη λοιπόν ότι αυτές οι περιοχές, εξαιρουμένων όσων εμπλέκονται στην φαρμακευτική αγωγή για την επιληψία, συσχετίζονταν θετικά ή αρνητικά με την ανάληψη ρίσκου.
«Όταν το δεξιό ημισφαίριο του εγκεφάλου, έχει δραστηριότητα υψηλής συχνότητας και παίζετε ένα τυχερό παιχνίδι τότε πιέζεστε να πάρετε μεγαλύτερο ρίσκο», τόνισε ο Pierre Sacre μεταδιδακτορικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου John Hopkins, ο οποίος εξέφρασε έκπληξη για τη συμμετρία των εγκεφαλικών αντιδράσεων των ασθενών κάτω από αυτές τις συνθήκες. «Αλλά αν η αριστερή πλευρά του εγκεφάλου έχει λειτουργία υψηλής συχνότητας τότε σας απωθεί από την ανάληψη του κινδύνου. Αυτό είναι ένα σύστημα έλξης – απώθησης».
Στη συνέχεια οι ερευνητές δημιούργησαν μία μαθηματική εξίσωση η οποία υπολογίζει την μεροληψία κάθε ασθενούς χρησιμοποιώντας μόνο τα προηγούμενα πονταρίσματα.
«Βρήκαμε ότι αυτό που συνέβη πρόσφατα παίζει σημαντικότερο ρόλο στην απόφαση ενός ατόμου απ’ ότι παίζουν τα παλαιότερα. Κατ’ επέκταση, με βάση την πρόσφατη ιστορία πονταρίσματος του συμμετέχοντα μπορούμε να προβλέψουμε πώς αισθάνεται και πώς θα ποντάρει», καταλήγει η Sarma.