Ένα καθολικό εμβόλιο κατά της γρίπης που θα μπορούσε να αποτρέψει μια πιθανή επιδημία αποτελεί το άγιο δισκοπότηρο για τους επιδημιολόγους σε όλο τον κόσμο από τότε που αναπτύχθηκαν τα πρώτα εμβόλια γρίπης, το 1938.
Τώρα, μια διεθνής ομάδα ερευνητών από το Πανεπιστήμιο του Michigan, την Ιατρική Σχολή του Icahn στο Όρος Sinai και άλλα πανεπιστημιακά ιδρύματα πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να φέρουν την επιστημονική κοινότητα ένα βήμα πιο κοντά στην ανάπτυξη αυτού του υπερ-εμβολίου, αποδεικνύοντας ότι η στόχευση μιας συγκεκριμένης περιοχής του ιού της γρίπης μπορεί πράγματι να προστατεύσει τον άνθρωπο. Η μελέτη τους δημοσιεύθηκε στο Nature Medicine.
«Η έρευνά μας είναι η πρώτη που δείχνει ότι οι επιστήμονες δικαιώνονται για την προσπάθειά τους να αναπτύξουν αντισώματα που στοχεύουν σε αυτήν την συγκεκριμένη περιοχή, ως ένα νέο υποψήφιο τύπο εμβολιασμού καθολικής χρήσης κατά του ιού της γρίπης. Η μελέτη αυτή συμπληρώνει ένα σημαντικό κενό και παρέχει πληροφορίες για την υποστήριξη της περαιτέρω ανάπτυξης νέων εμβολίων κατά του ιού», δήλωσε ο Aubree Gordon, καθηγητής επιδημιολογίας στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του U-M.
Από την πλευρά του, ο καθηγητής Μικροβιολογίας στην Ιατρική Σχολή του Icahn στο Όρος Sinai και ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης, Florian Krammer, δήλωσε ότι η μελέτη δείχνει ότι τα αντισώματα που στοχεύουν το στέλεχος του ιού μπορούν να παράσχουν προστασία από φυσική μόλυνση από τον ιό H1N1. «Παρόλο που υπάρχουν ακόμα κενά και απαιτούνται περαιτέρω μελέτες, πρόκειται για μια καλή είδηση για την ανάπτυξη εμβολίων γενικής χρήσης για τον ιό της γρίπης», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Πώς λειτουργεί
Ο ιός της γρίπης καλύπτεται από δύο τύπους επιφανειακών γλυκοπρωτεΐνών: την αιμοσυγκολλητίνη και τη νευραμινιδάση, από τις οποίες πήρε και το όνομά του (Η1Ν1). Το υπάρχον αντιγριπικό εμβόλιο στοχεύει στην κορυφή της αιμοσυγκολλητίνης, το μέρος της δομής που αλλάζει πιο συχνά. Κάθε εποχή, λοιπόν, η επιστημονική κοινότητα αναπτύσσει αντιγριπικά εμβόλια που στοχεύουν αυτό το τμήμα του ιού.
Οι ερευνητές της νέας μελέτης, όμως, πιστεύουν ότι στοχεύοντας το στέλεχος της αιμοσυγκολλητίνης, αντί για την κορυφή της, θα μπορέσουν να αποτρέψουν περισσότερους ιούς της γρίπης, αφού αυτό δεν αλλάζει τόσο συχνά.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, επειδή ο πειραματικός έλεγχος του ιού της γρίπης στους ανθρώπους θεωρείται αμφιλεγόμενος δεδομένου ότι απαιτεί υγιείς ανθρώπους για τις δοκιμές αλλά και πολλές ακόμα προϋποθέσεις, η θεωρία αυτή προς το παρόν έχει αποδειχθεί μόνο στα ζώα και δεν έχει δοκιμαστεί στον άνθρωπο.
Για το λόγο αυτό, στην τρέχουσα μελέτη, οι ερευνητές εξέτασαν περιπτώσεις γρίπης που εμφανίστηκαν φυσιολογικά σε μια κοόρτη στη Νικαράγουα την οποία παρακολούθησαν για χρόνια. Μόλις ένα άτομο από μια οικογένεια προσδιορίσθηκε ότι είχε μολυνθεί από τον ιό, οι ερευνητές πήραν δείγματα αίματος από τα υπόλοιπα μέλη για έλεγχο, εξετάζοντας ποιος μολύνθηκε από τα αντισώματα του ιού και ποιος αρρώστησε.
Συνήθως χρησιμοποιείται μια συγκέντρωση αντισωμάτων 1:40 στο αίμα, ως συσχετισμός κατά 50% της προστασίας από την κλινική ασθένεια, που σημαίνει ότι οι μισοί από τους ανθρώπους που έχουν αυτά τα επίπεδα θα προστατευθούν από τη γρίπη.
Στη μελέτη, οι ερευνητές κατάφεραν να βρουν παρόμοια επίπεδα προστασίας, επιβεβαιώνοντας τη θεωρία ότι το σχέδιο αυτό είναι ικανό να εξετάσει τους συσχετισμούς προστασίας. Επίσης, διαπίστωσαν ότι η αύξηση κατά τέσσερις φορές του επιπέδου αντισωμάτων κατά του στελέχους συσχετίστηκε με μείωση κατά 42% της μόλυνσης από τη γρίπη.
«Δείξαμε ότι τα αντισώματα κατά του στελέχους συσχετίζονται με την προστασία, πράγμα που υποστηρίζει την ιδέα ότι τα αντισώματα του στελέχους μπορεί να είναι σε θέση να παράσχουν προστασία από τη γρίπη και να επιτρέψουν στους επιστήμονες να σχεδιάσουν ένα ευρύτερο, πιο αποτελεσματικό εμβόλιο κατά της γρίπης», συμπλήρωσε ο Δρ. Gordon, με τον Δρ. Krammer να καταλήγει ότι, η μελέτη υποδεικνύει τη χρήση και νέων εξετάσεων ως μεθόδους έρευνας πάνω στη γρίπη.