Νέα έρευνα του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ παρέχει νέες ενδείξεις ότι συγκεκριμένα σωματίδια, που υπάρχουν σε πολλά είδη διατροφής, μπορεί να έχουν επιβλαβή αντίκτυπο στην ανθρώπινη υγεία.

Η μελέτη διερεύνησε τις επιπτώσεις στην υγεία του προσθέτου τροφίμων E171 (νανοσωματίδια διοξειδίου του τιτανίου), το οποίο χρησιμοποιείται συχνά και σε μεγάλες ποσότητες στα τρόφιμα και σε ορισμένα φάρμακα ως μέσο λεύκανσης. Παρόν σε περισσότερα από 900 προϊόντα διατροφής, όπως οι τσίχλες και η μαγιονέζα, το E171 καταναλώνεται σε μεγάλες αναλογίες καθημερινά από τον γενικό πληθυσμό.

Σύμφωνα με τη μελέτη σε πειραματόζωα που δημοσιεύθηκε στο Frontiers in Nutrition, η κατανάλωση του E171 έχει αντίκτυπο στη μικροχλωρίδα του εντέρου (που αποτελείται από τρισεκατομμύρια βακτήρια που κατοικούν στο έντερο), πράγμα το οποίο θα μπορούσε να προκαλέσει ασθένειες όπως οι φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου και ο καρκίνο του παχέος εντέρου.

Σύμφωνα με τον επικεφαλής συγγραφέα και αναπληρωτή καθηγητή Wojciech Chrzanowski, η μελέτη προσέθεσε ουσιαστικά στοιχεία σε ένα σύνολο εργασιών σχετικά με την τοξικότητα και την ασφάλεια αυτών των νανοσωματιδίων και την επίδρασή τους στην υγεία και το περιβάλλον.

Σημειώνεται ότι ενώ τα νανοσωματίδια έχουν χρησιμοποιηθεί ευρέως σε φάρμακα, τρόφιμα, ρούχα και άλλες εφαρμογές, οι πιθανές επιπτώσεις τους και ειδικά οι μακροχρόνιες επιδράσεις τους, εξακολουθούν να μην έχουν πλήρως διερευνηθεί. Τα αυξανόμενα ποσοστά άνοιας, αυτοάνοσων νοσημάτων, μεταστάσεων του καρκίνου, εκζέματος, άσθματος και αυτισμού, βρίσκονται ανάμεσα σε έναν κατάλογο ασθενειών που έχουν συνδεθεί με την αυξανόμενη έκθεση σε νανοσωματίδια.

Η κατανάλωση διοξειδίου του τιτανίου αυξήθηκε σημαντικά την τελευταία δεκαετία, έχοντας ήδη συνδεθεί με αρκετές παθήσεις και παρόλο που είναι εγκεκριμένη στον τομέα των τροφίμων, δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την ασφάλειά του.

Η, επίσης επικεφαλής, συγγραφέας Laurence Macia, από το Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, δήλωσε σχετικά: «Η έρευνά μας έδειξε ότι το διοξείδιο του τιτανίου αλληλεπιδρά με τα βακτήρια του εντέρου και εμποδίζει ορισμένες από τις λειτουργίες τους, πιθανότατα οδηγώντας στην ανάπτυξη ασθενειών. Αυτό που υποστηρίζουμε είναι ότι η κατανάλωσή του πρέπει να υπαχθεί σε καλύτερες ρυθμίσεις από τις αρμόδιες αρχές τροφίμων», δήλωσε καταληκτικά η Δρ. Macia.