Οι ερευνητές αποκάλυψαν μια νέα σύνδεση μεταξύ του χρόνιου στρες και των αναπαραγωγικών προβλημάτων, σε μια προκλινική μελέτη που στρέφει την προσοχή στην ορμόνη που προκαλεί την πείνα.

Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Journal of Endocrinology δείχνει ότι τα υψηλά επίπεδα της ορμόνης γκρελίνη, που διεγείρει την όρεξη και απελευθερώνεται κατά τη διάρκεια του στρες, θα μπορούσαν να είναι επιβλαβή για ορισμένες πτυχές της αναπαραγωγικής λειτουργίας.

Οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο RMIT στη Μελβούρνη της Αυστραλίας διαπίστωσαν ότι με την παρεμπόδιση του υποδοχέα της γκρελίνης στα θηλυκά ποντίκια, μπόρεσαν να μειώσουν την αρνητική επίδραση του χρόνιου στρες σε μια βασική πτυχή της λειτουργίας των ωοθηκών.

Μία εκ των βασικών συγγραφέων της μελέτης, η Δρ. Luba Sominsky, επέδειξε την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα σχετικά με τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του χρόνιου στρες στη γονιμότητα και του ρόλου της γκρελίνης στη ρύθμιση αυτών των επιπτώσεων, ωστόσο, ανέφερε ότι τα τρέχοντα ευρήματα θα μπορούσαν να αφορούν όσους έχουν υποκείμενα προβλήματα γονιμότητας.

«Καθώς το άγχος έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής μας ζωής, πολλές νέες και υγιείς κατά τα άλλα γυναίκες μπορεί να βιώσουν, προσωρινές και πιθανόν αναστρέψιμες, επιπτώσεις του στρες στην αναπαραγωγική τους λειτουργία. Για τις γυναίκες που υποφέρουν ήδη από προβλήματα υπογονιμότητας, όμως, ακόμα και η ελάχιστη επίδραση στη λειτουργία των ωοθηκών μπορεί να επηρεάσει τις πιθανότητες σύλληψης», σχολιάζει σχετικά η ειδικός.

Οι ερευνητές σημειώνουν, επίσης, ότι παρόλο που η εργασία αυτή αφορούσε αποκλειστικά σε ποντίκια, υπάρχουν πολλές ομοιότητες με τους ανθρώπους στην απόκριση απέναντι στο στρες, καθώς και σε πολλές φάσεις αναπαραγωγικής ανάπτυξης και λειτουργίας.

«Τα ευρήματά μας βοηθούν στην αποσαφήνιση του ενδιαφέροντος ρόλου της γκρελίνης σε αυτές τις σύνθετες συνδέσεις και μας οδηγούν προς μια μελλοντική έρευνα που θα μπορούσε να μας βοηθήσει να βρούμε τρόπους για τον μετριασμό των επιπτώσεων του στρες στην αναπαραγωγική λειτουργία».

Επιπλέον, η επίκουρη καθηγήτρια Sarah Spencer και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, τόνισε ότι η μελέτη έδειξε ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια σχέση μεταξύ του φαγητού, του στρες και της αναπαραγωγικής λειτουργίας. «Επειδή η γκρελίνη συνδέεται τόσο στενά με την πείνα και τη σίτιση, αυτά τα ευρήματα δείχνουν ότι οι διατροφικές μας συνήθειες ίσως να μπορούν να τροποποιήσουν τις επιπτώσεις του στρες στη γονιμότητα, αν και πρέπει να κάνουμε περισσότερη έρευνα για να εκτιμήσουμε πλήρως αυτή την προοπτική».

Η «ορμόνη της πείνας» και η αναπαραγωγική υγεία
Η γκρελίνη είναι μια μεταβολική ορμόνη που ενεργοποιεί το αίσθημα της πείνας, αυξάνει την πρόσληψη τροφής, προωθεί την αποθήκευση λίπους και απελευθερώνεται όταν αγχωνόμαστε. Στη γκρελίνη οφείλεται κατά ένα μέρος η επιθυμία για φαγητό όταν βρισκόμαστε σε μια ευαίσθητη ψυχολογική κατάσταση ή υπό πίεση.

Οι νευροεπιστήμονες από το RMIT διερευνούν το ρόλο της γκρελίνης στην υγιή αναπαραγωγική λειτουργία και τις επιπτώσεις της στη γονιμότητα. Σε αυτή τη νέα προκλινική μελέτη σε ζώα, εξέτασαν πώς η γκρελίνη μπορεί να μετριάσει τις επιδράσεις του χρόνιου στρες στα «αποθέματα» των ωοθηκών.

Τα θηλυκά θηλαστικά γεννιούνται με σταθερό αριθμό από άωρων (ή πρωταρχικών) ωοθυλακίων, τα οποία δεν αναγεννώνται ούτε αναπτύσσονται ξανά εάν υποστούν βλάβη. Και ενώ η πλειοψηφία των αρχέγονων ωοθυλακίων θα πεθάνουν χωρίς να ολοκληρώσουν ποτέ την ανάπτυξή τους, ένα μικρό ποσοστό τους τελικά θα εξελιχθεί περαιτέρω για να γίνουν πρωτογενή ωοθυλάκια.

Αυτό σημαίνει ότι όσο λιγότερα άωρα ή πρωταρχικά ωοθυλάκια έχει μια γυναίκα, τόσο λιγότερα θα είναι και τα πρωτογενή αργότερα στη ζωή της που θα μπορούν να απελευθερώσουν ένα ωοθυλάκιο ικανό για γονιμοποίηση.

Η μελέτη διαπίστωσε, τελικά, ότι τα θηλυκά ποντίκια που εκτέθηκαν σε χρόνιο στρες είχαν σημαντικά λιγότερα πρωτογενή ωοθυλάκια. Αλλά όταν μπλόκαραν την επίδραση της γκρελίνης στον υποδοχέα της, βρήκαν ότι ο αριθμός των πρωτογενών ωοθυλακίων ήταν φυσιολογικός, παρά την έκθεση στο στρες.

«Αυτή η έρευνα βρίσκεται ακόμη σε αρχικό στάδιο και τα βήματα που πρέπει να κάνουμε πριν τα ευρήματα αυτά μεταφραστούν και κλινικά είναι πολλά. Αλλά η καλύτερη κατανόηση του ρόλου της γκρελίνης σε όλα αυτά μας φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στην ανάπτυξη παρεμβάσεων που θα μπορούν να διατηρήσουν αυτά τα κρίσιμα μέρη του αναπαραγωγικού συστήματος υγιή», τόνισε καταληκτικά η Δρ. Sominsky.