Περισσότεροι από τους μισούς γονείς υπο-εκτιμούν τον χαρακτηρισμό των παιδιών τους ως υπέρβαρων ή παχύσαρκων, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τα ίδια τα παιδιά και τους επαγγελματίες υγείας, σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο ετήσιο Ευρωπαϊκό Συνέδριο για την Παχυσαρκία (28 Απριλίου-1 Μαΐου) στη Γλασκόβη.
Πρόκειται για συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση που συνδύασε όλα τα διαθέσιμα στοιχεία από την επιστημονική βιβλιογραφία, δηλαδή 87 μελέτες που είχαν γίνει παγκοσμίως την περίοδο 2000-2018, με τη συμμετοχή 24.774 παιδιών, 0-19 ετών και των γονιών τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι παγκοσμίως έχει δεκαπλασιαστεί ο αριθμός των παιδιών και των εφήβων με παχυσαρκία τα τελευταία 40 χρόνια, από πέντε εκατομμύρια κορίτσια το 1975 σε 50 εκατομμύρια το 2016 και από έξι εκατομμύρια σε 74 εκατομμύρια αγόρια. Στην Ευρώπη το 19-49% των αγοριών και το 18-43% των κοριτσιών είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα, αντιπροσωπεύοντας περίπου τα 12-16 εκατομμύρια των υπέρβαρων νέων.
Παλαιότερες έρευνες σε ενήλικες είχαν δείξει η ακριβής αντίληψη του σωματικού βάρους σχετίζεται με κοινωνικές συμπεριφορές, την προσπάθεια απώλειας βάρους και τις ιατρικές επισκέψεις.
Στην παρούσα μελέτη, ο Abrar Alshahrani από το Πανεπιστήμιο του Νότινγκαμ και οι συνεργάτες του μελέτησαν τη συχνότητα και τους παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με την υπο-εκτίμηση του αυξημένου σωματικού βάρους του παιδιού. Έτσι έκαναν συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση ποιοτικών και ποσοτικών μελετών στις οποίες είχαν καταγραφεί οι απόψεις φροντιστών, παιδιών και επαγγελματιών υγείας για το βάρος του παιδιού και τις συνέκριναν με ιατρικούς δείκτες, όπως το ύψος, το βάρος και η περίμετρος της μέσης και των ισχίων.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι πάνω από τους μισούς γονείς (55%) υπο-εκτιμούσαν τον βαθμό που ήταν υπέρβαρα τα παιδιά τους, ενώ το ένα τρίτο των παιδιών και των εφήβων (34%) επίσης υπο-εκτιμούσαν το βάρος τους. Οι επαγγελματίες υγείας είχαν εξίσου λανθασμένη αντίληψη επί του θέματος.
Οι γονείς των μικρότερων παιδιών ήταν λιγότερο πιθανόν να αντιλαμβάνονται το παιδί τους ως υπέρβαρο και ήταν λιγότερο ακριβείς στο να αξιολογήσουν το βάρος αγοριών και κοριτσιών.
Επιπλέον, οι γονείς που ήταν και οι ίδιοι υπέρβαροι και λιγότερο μορφωμένοι ήταν λιγότερο πιθανόν να αξιολογήσουν σωστά το αυξημένο βάρος του παιδιού τους.
Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι η εθνικότητα και οι πολιτιστικές νόρμες μπορεί να συντελούν στην λανθασμένη γονεϊκή αντίληψη, καθώς σε κάποιες κουλτούρες ένας μεγαλύτερος σωματότυπος δεν ταυτίζεται απαραιτήτως με την παχυσαρκία και τα περιττά κιλά.
Χαρακτηριστικό είναι ότι σε κάποιες ποιοτικές μελέτες οι γονείς περιέγραφαν το παιδί τους ως «γεροδεμένο» ή «βαρυκόκκαλο» αντί να χρησιμοποιήσουν το ιατρικό όρο «παχύσαρκο» και εξέφραζαν εντόνως την επιθυμία να μην χαρακτηρίζεται το παιδί τους βάσει ιατρικών όρων.
«Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η λανθασμένη εκτίμηση των περιττών κιλών του παιδιού είναι συχνή. Η αντιμετώπιση των λανθασμένων αυτών αντιλήψεων μπορεί να έχει θετική επίδραση στην επικοινωνία γονέων, παιδιών και επαγγελματιών υγείας και να συμβάλλει στην καλύτερη αναγνώριση και αντιμετώπιση της παιδικής παχυσαρκίας», υπογραμμίζεται στα συμπεράσματα της μελέτης.